Της Γεωργίας Κόκλα-Παπαδάτου
Ο Σολωμός, όπως αναφέρουν οι βιογράφοι και οι μελετητές του έργου του, με λίγες γυναίκες σχετίστηκε στη ζωή του και οι λίγες αυτές γυναίκες πρέπει να ήταν εξαιρετικές.
Από τη μητέρα του πήρε τις εντυπώσεις των πρώτων παιδικών χρόνων και τη βαθιά θρησκευτικότητα που δεν τον άφησε ποτέ. Σ’ αυτήν τη γυναίκα που, όπως φαίνεται από τα γράμματά του, υπεραγαπούσε, χρωστούν οι γυναίκες την υψηλή ιδέα που είχε γι αυτές.
Η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, η φίλη που τον πίκρανε με το θάνατό της, η Αδελαϊς Καρβελά, β΄ σύζυγος Γρασέτη, η Φραγκίσκα Φραίζερ, κόρη του άγγλου φίλου του Ιωάννη Φραίζερ, γραμματέα του αρμοστή στην Κέρκυρα, η Αλίκη Ουάρδ, γυναίκες γνωστές αλλά και κάποιες άλλες άγνωστές μας συντέλεσαν επίσης στη διαμόρφωση της ιδέας του για τη γυναίκα.
Στα ποιήματά του την υμνεί και την εξυψώνει. Δε γράφει γι’ αυτήν ούτε μια πικρή κουβέντα, δεν την κακομεταχειρίζεται ποτέ.
Ο Σολωμός, σημειώνει ο Ξενόπουλος, που τόσο πολύ ύμνησε και εξύψωσε τη γυναίκα απορροφημένος από τα μεγάλα του ιδανικά, βυθισμένος στους πνευματικούς του κόσμους, αγαπούσε τις ωραίες του και τις καλές του πλατωνικά
Φοβόταν την απογοήτευση που φέρνει η στενότερη σχέση. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο από μακριά αγάπησε και ύμνησε την Ελλάδα, στην οποία αφιέρωσε ολάκερο σχεδόν το έργο του.
Ο Παλαμάς αναφερόμενος στο θέμα αυτό γράφει χαρακτηριστικά : «Από τα πιο νεανικά του τραγουδάκια ως τα πιο καλοδουλεμένα του μεταφυσικά κομμάτια η γυναίκα δε φανερώνεται μέσα τους με λυρισμό καθάριο, πάντα με κάποιον επικό ή δραματικό τόνο ξεχωρισμένη από το εγώ του. Τίποτα που να μοιάζει προσωπική εξομολόγηση, ερωτικό καρδιοχτύπι. Όμως κι έτσι ύμνος αισθηματικός και συγκινητικός αναδίνεται προς την ομορφιά και την ιδέα της γυναικός από τους απλούστερους και τους παθητικότερους στίχους της Αγνώριστης και της Φαρμακωμένης ως τα ποιήματα τα σημαντικά της δεύτερης εποχής του, τα μυστικά και μουσικά, της Μοναχής, του Κρητικού, της Βοσκοπούλας, του Carmen Seculare, της Φαρμακωμένης στον Άδη, των γυναικών του Μεσολογγιού».
Λίγα είναι τα ποιήματα του Σολωμού που δε σχετίζονται με τη γυναίκα. Και σ’ αυτά ακόμα τα μεγάλα δημιουργήματα, στον Ύμνο και στον Κρητικό, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, που αυτά καθ’ αυτά δεν αναφέρονται στη γυναίκα, παρουσιάζονται και γυναικείες μορφές – σύμβολα των ιδεών που εκφράζουν.
Δε θα σταθούμε εδώ στις γυναικείες μορφές με τις οποίες αποδίδει ο Σολωμός την Ελευθερία-Ελλάδα, τη Θρησκεία, τη Δικαιοσύνη, γυναίκες τρομερές, αυστηρές, γενναίες που δεν παρουσιάζονται έτσι μόνο από το Σολωμό. Ούτε θ’ αναφερθούμε στη μορφή της Γυναίκας της Ζάκυθος, της αποκρουστικής έχθρισσας του έθνους ή δικής του, προσωπικής, έχθρισσας, που ενσαρκώνοντας το απόλυτο κακό, φυσικό και ηθικό, τιμωρείται.
Θα αναφερθούμε στις άλλες, τις ανθρώπινες, τις καθημερινές και γνώριμες, που διατηρούν τη γυναικεία τους φύση, τη λεπτότητα, την αθωότητα, την αγνότητα και το πάθος.
Οι μορφές των ποιημάτων της νεανικής εποχής, οι πρώτες γυναικείες μορφές που αναφέρονται στο έργο του, είναι αυτές που τραγουδάει στην Ευρυκόμη, στην Ξανθούλα, στην Αγνώριστη, στην Ορφανή.
Η εξωτερική ομορφιά, τα γαλανά τα μάτια, τα ξανθά μαλλιά, το ανάερο περπάτημα είναι αυτά που θαυμάζει ο ποιητής. Θαυμάζει την εικόνα της Ξανθούλας που πάει στην ξενητειά και που ο φιλικός αποχωρισμός της του προκαλεί συγκίνηση « εδάκρυσαν οι φίλοι εδάκρυσα κι εγώ» ή την εικόνα της Αγνώριστης της ασπροντυμένης που « κόκκινα έχει τα χείλα…. και των μαλλιώνε της τ’ ωραίο πλήθος πάνω στο στήθος λάμπει ξανθό».
Τραγουδάει σ’ αυτά την εξωτερική ομορφιά χωρίς ν’ αναφέρεται στην ψυχή και τον εσωτερικό τους κόσμο, στις σκέψεις τους ή τις επιθυμίες τους. Δεν τις γνωρίζει ιδιαίτερα ο ποιητής και δε ζητά τίποτ’ απ’ αυτές.
Κάποιος τόνος προσωπικός, κάποιος ερωτισμός ή κάποια επιθυμητή σχέση με τη γυναικεία μορφή, περιορίζεται στο όνειρο, στην επιθυμία ή στην προτροπή στα ποιήματα Όνειρο, Πόθος ,Ανθούλα.
Συναντιέται στο όνειρό του με την εκλεκτή του
«΄Ακου εν’ όνειρο, ψυχή μου, και της ομορφιάς θεά,
μου εφαινότουν όπως ήμουν μετ’ εσένα μια νυχτιά».(στο «Όνειρο»)
Εκφράζει την επιθυμία του
«Αχ νάσουνα μαζί μου, αγάπη μου Μερτούλα» (στον «Πόθο»)
ή την προτροπή στην Ανθούλα
«Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκειά χρυσή μου ελπίδα,
καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώρα όπου σε είδα».
Στη Μοναστηρίσια (Εις κόρην η οποία αναθρέφετο μέσα εις μοναστήρι*) ο ποιητής καλεί την κόρη να βγει από το μοναστήρι* να τον συναντήσει, το κάλεσμά του όμως είναι αθώο και αγνό.
«Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω
πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδείς που τραγουδάω.
Κάμε να φύγεις, αν μπορείς, έλα να σε φιλήσω
με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου θα σβήσω
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου
πως δε θα κάμω να χαθεί, αθώα μου, η παρθενιά σου»
Οι μορφές αυτές, οι μακρινές, οι όμορφες, οι ανάλαφρες και επιθυμητές, γεμίζουν την ψυχή του ποιητή στο ξεκίνημά του, όταν η ζωή είναι ακόμη «αυγή, είναι τραγούδισμα και παιχνίδι». Λείπει ο πόνος και η γνώση που φέρνει την ωριμότητα. Και ο πόνος έρχεται για τον ποιητή με το θάνατο της φίλης του, της Μαρίας Παπαγεωργοπούλου που φαρμακώθηκε, όταν έμαθε ότι ο άνδρας που αγαπούσε ήταν παντρεμένος και το όνειρο που έπλασε απραγματοποίητο. Η Μαρία, η αθώα και αδύναμη γυναίκα, που δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τη δυσκολία που της έφερε η ζωή, φεύγει με τη θέλησή της από τη ζωή.
«Με σκληρότατο χέρι το πήρες, ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί
όπου τούπρεπε φόρεμα γάμου πικρό σάβανο τώρα φορεί».
Η Φαρμακωμένη δεν είναι μακρινή και άγνωστη για τον ποιητή. Είναι άνθρωπος που έζησε κοντά του « τα τραγούδια μου τάλεγες όλα» και δε θρηνεί μόνο το φυσικό της θάνατο και το χαμό της νιότης της, όπως θρηνεί στο ποίημα «Ο θάνατος της ορφανής».
Εδώ τον συγκλονίζει ο ηθικός της θάνατος που έρχεται με την καταφορά του κόσμου. Και στέκεται απέναντι σ’ αυτήν. Και αγανακτεί και διαμαρτύρεται και υπερασπίζεται την τιμή της και με το τραγούδι του την αθωώνει.
«Κόσμε ψεύτη! Τες κόρες τες μαύρες κατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
σκληρέ κόσμε, και δεν τους λυπάσαι την τιμήν, όταν είναι νεκρές
Σώπα, σώπα, θυμήσου πως έχεις θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή.
Σώπα, η μαύρη κοιμάται στο μνήμα και κοιμάται παρθένα σεμνή».
Σ’ αντίθεση με τα πρώτα ποιήματα η γυναίκα εδώ είναι μόνο «ωραία κόρη», δεν περιγράφεται εξωτερικά. Δεν ξέρουμε το χρώμα των ματιών και των μαλλιών της, ούτε του ρούχου της τον κυματισμό. Η Μαρία εδώ έχει μόνο σπλάχνα και χέρια που τα υψώνει απολογούμενη στο Θεό κατά την ημέρα της κρίσης όχι για την αμαρτία που δεν έκανε « πες του κόσμου, που φώναζε τόσα, εδώ μέσα αν είν άλλες πληγές» αλλά γιατί αφαίρεσε τη ζωή που ο ίδιος της έδωσε. Αυτής της αμαρτίας έχει επίγνωση και γι αυτή θα απολογηθεί κατά την ημέρα της κρίσης .
« Θα ξυπνήσει την ύστερη μέρα, εις τον κόσμο ομπρός να κριθεί
και στον Πλάστη κινώντας με σέβας τα λευκά της τα χέρια θα πει.
Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου Πλάστη!
Τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή και μου βγήκε οχ το νου μου,
Πατέρα, που πλασμένα μου τάχες Εσύ».
Η ίδια γυναικεία μορφή, αγνή παρθένα κι αυτή « …όπου ετρέμαν τα λουλούδια τα λευκά της παρθενιάς» στη «Φαρμακωμένη στον Άδη», βρίσκει στο θάνατο τον τρόπο που θα της επιτρέψει την αιώνια ένωσή της με τον αγαπημένο. Αυτοκτονεί μαζί μ’ αυτόν, που «εκατάπιε το φαρμάκι σαν αθάνατο νερό» και ανυπόμονα περιμένει τον ερχομό του και την ένωσή τους στον « μαύρο Άδη». Έναν Άδη όμως κοντά στις νεοελληνικές λαϊκές δοξασίες, έναν ΄Αδη παγανιστικό, « τέλος βρίσκομαι στον Άδη και τα σπίτια του πατώ», όπου δε γίνεται λόγος για κρίση και διάκριση δικαίων και αδίκων, και όπου οι δύο εραστές διατηρούν τη σωματική τους μορφή.
«Ξάφνου ο Άδης μουρμουρίζει, έπαψ’ η γλυκειά φωνή
πέφτει τ’ όμορφο κοράσι στην αγκάλη του εραστή».
Σιγά σιγά όπως ωριμάζει η τέχνη του ποιητή έτσι υψώνεται και η ιδέα που έχει για τη γυναίκα και υμνεί μαζί με την εξωτερική ομορφιά και την αρετή και την καλωσύνη.
Οι μορφές τώρα εξιδανικεύονται, εξαϋλώνονται. Τέτοια μορφή, άγγελος επίγειος, παρουσιάζεται η γυναίκα στο ελεγείο «Εις το θάνατο της Αιμιλίας Ροδόσταμο», γραμμένο για την κόρη που πέθανε στα 21 της χρόνια στην Κέρκυρα τον Ιανουάριο 1848, και που ο Παλαμάς ονομάζει « υπερούσιο γονάτισμα στον τάφο της».
« Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας,
πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,
σ’ ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσης
Όμοια πλάσμα αγνό, αγγελικό, παρουσιάζεται η κόρη στο ποίημα «Εις Μοναχήν», που έγραψε ο ποιητής για τη Άννα Μαρία Γουράτο Γεωργομίλα, που μετά το θάνατο των γονέων της, ντύθηκε το αγγελικό σχήμα στο Μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου στην Κέρκυρα στις 18 Απριλίου 1829.
«Από το θρόνο του Άπλαστου
οι Αγγέλοι εκατεβήκαν
και μεσ’ στου μοσχολίβανου
το σύγνεφο εμπήκαν
να ιδούν που το κοράσιο
κινάει στην εκκλησιά.
———————————
Χαίρε αδελφή! Μ’ αρέσουνε
της όψης σου οι χλωμάδες
Εις τα περίσσια ανάμεσα
κεριά και ς τις λαμπάδες
κάλλιο από ρόδα πιάνουνε
της Νύμφης του Χριστού».
Η όμορφη κόρη που είχε όλα όσα ο επίγειος κόσμος θαυμάζει, που
«ο κόσμος ερωτεύτηκε στα μάτια στη φωνή σου τα μελετάει συχνότατα» είχε τη δύναμη να νεκρώσει τα πάθη, να αρνηθεί τις χαρές της ζωής και ν’ αφοσιωθεί στο Θεό. Κοντά του βρίσκει τη γνώση και τη ειρήνη
«Γλυκό ΄ναι της Παράδεισος να μελετάς τα κάλλη
πικρή ‘ναι η φοβερώτατη του κόσμου ανεμοζάλη»
αλλά και την κατάληξη, την ανάσταση και τη ζωή.
«Τα κόκκαλα εβαρέθηκαν στο μνήμα καρτερώντας
και τρίζουνε ακατάπαυστα την κρίση αναζητώντας
-Ξύπνα, αδελφή! τη σάλπιγγα την ύστερη αγροικώ».
Στην εικόνα της νεκρωμένης νύμφης του Χριστού ο βαθιά θρησκευόμενος Σολωμός κοντά στην αγνότητα της παρθενίας παρασταίνει και τη θεία αγάπη του θεανθρώπου προς το πλάσμα του
«Ευτυχισμένο λείψανο, θέλει σου δώσει πάλι
τον αρραβώνα ο ίδιος οπού σου πήρε αγάλι
την ώρα που απομείνανε τα στήθια σου νεκρά».
Αν ο Σολωμός στη μορφή της Μοναχής ύμνησε το θείο έρωτα με την άρνηση των επίγειων αγαθών και της εγκόσμιας χαράς στη ζωή, «στη Φαρμακωμένη στο Άδη” αποτύπωσε τον έρωτα που για την ολοκλήρωση του προϋποθέτει την ηθελημένη άρνηση της ζωής. Αντίθετα, την κατάφαση στη ζωή και την εγκαρτέρηση για την ολοκλήρωσή του αποτύπωσε στον έρωτα του Κρητικού και της αγαπημένης που λατρεύεται και λατρεύει και καρτερεί την ένωση πέραν από την επίγεια ζωή. Ο Κρητικός, αγνός πολεμιστής χάνει στον αγώνα τα πάντα και μαζί την αγαπημένη του αρραβωνιαστικιά πριν ενωθεί μαζί της. Η αγάπη δε σβήνει και οι δυο αγαπημένοι συναντιούνται μετά το φυσικό τους θάνατο, στην άλλη ζωή την ημέρα της κρίσης.
«Λάλησε, σάλπιγγα! Κι εγώ το σάβανο τινάζω
και σχίζω δρόμο και τ’ς αχνούς αναστημένους κράζω.
Μην είδατε την ομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γη. νιος ουρανός εγίνη
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη»
…………………………………………….
Όμοια συνυπάρχουν ο έρωτας, ο πόθος ο ανικανοποίητος και η αγνότητα και στην αναστημένη μορφή της γυναίκας που επιθυμεί να συναντηθεί με τον αγαπημένο της ……………………….
Ψηλά την είδαμε πρωί. της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
…………………………………………………….
.και τώρα εμπρός την είδαμε. ογλήγορα σαλεύει
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει».
Η συνάντηση των αγαπημένων θα γίνει όταν πλέον είναι «πνεύματα τετελειωμένα» και η διάκριση του φύλου τους δε θα έχει καμία σημασία.
Εντελώς γήινη, ανθρώπινη, αδύναμη και αμαρτωλή είναι η μορφή της Μαρίας στο «Λάμπρο». Η φτωχή κόρη πλανήθηκε από τον ισχυρό άνδρα. Καρπός του άνομου έρωτα τέσσερα παιδιά, τρία αρσενικά και μια θυγατέρα, που της τα παίρνει μόλις γεννιούνται.
«Τρέχω και κάνω στο δεξί της χέρι
Αιματώδη σταυρό μ’ ένα μαχαίρι»
Η γυναίκα έχει επίγνωση της αμαρτίας, στενάζει και κλαίει δίχως όμως να ‘ χει και τη δύναμη να την αποτινάξει
«Τραβάω συλλογισμένη όλη τη μέρα
κι έπειτ’ απ’ το φαρμακισμένο δείπνο
γιομάτα μαύρα ονείρατα τον ύπνο»
Ονείρατα μαύρα, εφιαλτικά, που την ξυπνούν για να βρεθεί
« .. η έρμη ανάποδα στην κλίνη,
που άλλες φορές τη ζέσταινε το κρίμα,
και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως
το στεφάνι που μου έταξες ο τοίχος».
Μέσα στην ταπείνωση της μόνο απ’ το Θεό μπορεί με προσευχή και δάκρυα να ζητήσει παρηγοριά και έλεος « Ουράνια θεία! Πέστε εκεινού που σήμερα αναστήθη να ελεηθεί τη μαύρη τη Μαρία….» Δε βρίσκει όμως ούτε την παρηγοριά ούτε την γαλήνη και όταν μαθαίνει ότι ο ίδιος άνδρας-άνδρας και πατέρας- χωρίς να το γνωρίζει, κάνει «γυναίκα ωιμέ την ιδική του κόρη», η γυναίκα-μάνα παραφρονεί και πνίγεται στη λίμνη.
Η αθώα κατά βάθος και τραγική μορφή της Μαρίας, όπως και η τραγική μορφή της κόρης, που πνίγεται κι αυτή στη λίμνη, όταν καταλαβαίνει ότι πατέρας της είναι ο εραστής και θύτης, δεν αποδοκιμάζεται από τον ποιητή
«Τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη,
ξέπλεκα ομπρός ως κάτου τα μαλλιά της,
να μη δει το φεγγάρι που προβαίνει.
Λογιάζει……………..
κάθε εμπόδιο που βρίσκει στο κουπί του,
πως το κορμί της θυγατρός του αμπώχνει»
Η γυναίκα- θύμα συμπονιέται και μετά την τρομερή κάθαρση, εξαγνίζεται με το θάνατό της επικαλούμενη τη συγχώρηση
«Και φωνάζει: Ω Παρθένα, Ω Ψυχοσώστρα».
Στον αντίποδα της αδύναμης Μαρίας που υποκύπτει στο πάθος και τον πειρασμό, στέκεται μια άλλη μορφή. Είναι η ηθικά ακλόνητη μορφή της Μάρθας, μορφή από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που περιγελά τον πειρασμό.
Στο έργο υπήρχε ένα επεισόδιο του οποίου δε σώθηκαν στίχοι. Περίληψή του διάσωσε ο Πολυλάς, όπως το θυμόταν όταν το άκουσε από τον ποιητή. Για να δείξει, γράφει ο Πολυλάς, ο ποιητής την υπεροχή του πνεύματος απέναντι σ’ όλα τα εξωτερικά ενάντια [ της ηθικής αντοχής απέναντι του ηθικού μεγαλείου] μεταξύ ανδρών και γυναικών που υπομένουν τα δεινά της πολιορκίας εφανέρωσε εις το ποίημα ως κορυφήν του ηθικού αυτού μεγαλείου μια των γυναικών της οποίας έδινε ένα πνεύμα φιλέρευνο, διψασμένο να εννοήση τι από τα μυστήρια του παντός. Από αυτή τη μυστική διάθεση της γυναικός πιάνεται ο πειρασμός, όπως την κάμει να ξεκλείνει από τη θέση εις την οποία αυτή υψώθηκε και βαστιέται με τους άλλους αγωνιστάδες. Ενώ εις τις υστερινές ώρες οι γυναίκες κάθονται περίλυπες και σιωπηλές, ξάφνου η Μάρθα σκάει στα γέλια. Τότε μια άλλη της λέει: Τι κάνεις, ω καρδιογνώστρα; Εσύ που δε σε είδαμε να καλοκαρδίζεσαι ούτε εις τον καιρό της ευτυχίας και της δόξας, τώρα γελάς ενώ εχάσαμε τα πάντα;
Και η Μάρθα. «εις εκείνη τη στιγμή επαρουσιάστηκε εις το πνεύμα μου ο Πειρασμός και μου έταξε να μου ξεσκεπάσει τα άπειρα μυστήρια της πλάσης αν εγώ έστεργα ν’ αφήσω τούτο το χώμα. Τούτο έκαμε ο Πειρασμός κι εγώ εκδίκηση του πήρα».
Ίδιες με τη Μάρθα στην απόφαση στέκονται και οι Μεσολογγίτισσες που καίνε τ’ αγαπημένα απομεινάρια του νοικοκυριού τους καθώς ετοιμάζονται για την έξοδο. «Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρω στη φλόγα π’ άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να χύσουν δάκρυ.
κι εγγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λειωμένα ρούχα.
γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γεμίσουν».
Για την ηθική δύναμή τους θαυμάζει ο Σολωμός και υμνεί και τις γυναίκες του Ζαλόγγου στον Ύμνο στην Ελευθερία. « Και πηδούν όλες οι κόρες με τ’ ς αγκάλες ανοιχτές τραγουδώντας, ανθοφόρες με τα τύμπανα κι εκειές».
Είναι οι γυναίκες που θυσιάζουν τα πάντα μπροστά στην ιδέα της ελευθερίας. Γι αυτές δεν υπάρχει ούτε ο έρωτας, ούτε το πάθος, ούτε η πείνα, ούτε η ποθητή γνώση. Υψώνονται προς το χρέος με την ίδια δύναμη που υψώνονται και οι άνδρες.
Και είναι οι άνδρες εκείνοι, που μαζί με τον ποιητή, αναγνωρίζουν αυτή τη μεγαλοψυχία. « Αυτές οι γυναίκες, διαβάζουμε στους στοχασμούς του ποιητή να λέει ένας πολεμιστής, φέρονται θαυμαστά. Αυτές είναι μεγαλόψυχες και λένε ότι μαθαίνουν από μας. Δεν δειλιάζουν μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε[ να διδαχτούμε] απ’ αυτές και να τις λατρεύωμε ως την ύστερη ώρα». « Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω» γράφει ο ποιητής συμπυκνώνοντας στο στίχο αυτό την ιδέα του για τη γυναίκα.
Πλάι στις αντρογυναίκες τις αποφασισμένες και καρτερικές του Μεσολογγιού η « Ελληνίδα μητέρα»(ποίημα από τα ιταλικά του) γίνεται η ίδια πολεμήστρα « ζώνει εκείνη το σπαθί μεσ’ το βυζί αποκάτου και μπρος! σημαία και σπαθί , ψυχή, ψυχή και νίκη!» [..]«άνδρες ή γυναίκες κανείς δεν το ρωτά στη μάχη» . Νανουρίζει το βρέφος της όχι με γλυκά τραγούδια μα με το όραμα της δόξας και της τιμής για να συνεχίσει τον αγώνα του σκοτωμένου πολεμιστή πατέρα.
«Του κόρφου σύ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος
σπούδασε μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν
……………………………………………………………
της Μοίρας έτσι οι δύναμες όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν».
«Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θάρθει!».
Είναι για τον ποιητή η ιδανική μητέρα που με την ψυχή και την καρδιά της μπορεί να εμπνεύσει το παιδί της , να το διδάξει, από τη τρυφερή βρεφική ηλικία
Την ίδια ιδέα της γυναίκας- μάνας που διαμορφώνει τις ελληνικές γενιές παράστησε ο ποιητής και στον Ύμνο στην Ελευθερία
«Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος κάθε μιας
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς»
ενώ το βαθύτερο και σφοδρότερο από τα ανθρώπινα αισθήματα, τη μητρική αγάπη, απεικόνισε στις μανάδες του Μεσολογγιού « Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει» και στην τραγική μορφή της τρελής μάνας
«Δυο αδέλφια δύστυχα κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητο ύπνο θανάτου
κι έχασε η μάνα τους τα λογικά»
Εκτός από τις γυναικείες μορφές τις δυνατές και τις αδύναμες είναι και οι άλλες οι αθώες, οι παιδούλες και κόρες που τις άρπαξε ο θάνατος, όπως τη μικρή ανεψιά « γάμου εβλέπαμε στεφάνι κι άλλο φόρεσες εσύ» ή τους χάρισε η ζωή μαζί με τη φυσική ομορφιά και ηθικό κάλλος , όπως τη Φραγκίσκα Φραίζερ. Αυτή η γυναικεία μορφή που συνδυάζει εξωτερική ομορφιά και πλούσιο εσωτερικό κόσμο φαίνεται να είναι για τον ποιητή η ιδανική γυναίκα γιατ’ είναι
«¨Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος»
Όμοια θεϊκιά είναι η μορφή της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό
«Εκοίταξε τ’ αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσαν
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν.
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη».
Ο Σολωμός θαύμασε και εξιδανίκευσε τη φυσική την ομορφιά στο πρόσωπο της Αγνώριστης, της Ξανθούλας, της Ορφανής και την ιδανική γυναίκα , τη γυναίκα με την εξωτερική ομορφιά και τον πλούσιο εσωτερικό ηθικό κόσμο στο πρόσωπο της Φραγκ.Φραίζερ και της Αιμ.Ροδόσταμο. Ύμνησε τη μητρική αγάπη στην τρελλή μάνα, την παρθενική αγιότητα στη Γεωργομίλα, τη δύναμη, τη νίκη του Χρέους, στη Μάρθα και στις Μεσολογγίτισες. Λυπήθηκε στην αδυναμία της τη Μαρία και τη συγχώρησε, μαστίγωσε τη φιλοκατήγορη τάση της κοινωνίας με τη Φαρμακωμένη, Καταδίκασε την αυτοχειρία στη Φαρμακωμένη και πρόκρινε την εγκαρτέρηση στον Κρητικό. Εικόνισε τη δίψα του ανθρώπου για την απόλυτη αλήθεια με τη «Σαπφώ» που « ζητά να μάθει του κόσμου αυτού τ’ απόκρυφα και τ΄ άλλα», προδιάγραψε την αποστολή και τα ψυχικά εφόδια της ελληνίδας μάνας-παιδαγωγού στην Ελληνίδα μητέρα, στήνοντας, όπως τονίζει ο Καλοσγούρος, το αληθινό θεμέλιο της εθνικής αγωγής.
Παράλληλα χρησιμοποίησε τις γυναικείες μορφές για να εκφράσει τους μεταφυσικούς του προβληματισμούς, να φανερώσει τις ανησυχίες του νου και της ψυχής του, μαζί με τα ευγενέστερα αισθήματα και τα υψηλότερα ανθρώπινα ιδανικά .
«Ο Σολωμός, γράφει ο Καλοσγούρος, έκλεισε όπως ο Σίλλερ τα αγιότερα ζητήματα και τα αισθήματα της ψυχής του στη γυναίκα και τούτο διότι όπως λέει ο Έγελος στο χαρακτήρα της ξανοίγεται και παρουσιάζεται το συγκέρασμα του πνευματικού και του φυσικού».
Έτσι με τα ποιήματα της ωριμότητας, με τη Ροδόσταμο, τη Φαρμακωμένη, τη Φαρμακωμένη στον Άδη, τη μνηστή του Κρητικού, τη Μοναχή, τη Μαρία, παρουσιάζονται και τα ζητήματα της ζωής, του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής. Του Άδη και του Παραδείσου. Παρουσίασε τα πιο μυστηριώδη νοήματα του Χριστιανισμού, τη θεία αγάπη του Θεανθρώπου προς τα πλάσματά του, το Παράδεισο και την Κόλαση, τη Δευτέρα Παρουσία και τη μέλλουσα Κρίση, τη Ανάσταση των νεκρών και την ένδυσή τους στο άφθαρτο το επουράνιο σώμα, όλα όσα αποτελούν την χριστιανική εσχατολογία, για τα οποία ο Χριστιανός Σολωμός δεν έχει καμία αμφιβολία.
Και στο ερώτημα της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου στη μετά θάνατο ζωή έδωσε καταφατική απάντηση ο ποιητής με το ποίημα «Η γυναίκα με το μαγνάδι»[ με το πέπλο], που θεωρείται και ως η αποθέωση της γυναίκας. Στην ιδανική γυναίκα το ηθικό κάλλος ζωγραφίζεται με τον πλούτο των έργων και των στοχασμών.
« Έργα και λόγια, στοχασμοί τρισεύγενοι κι ωραίοι»
Στο ποίημα η υπέροχη αγαπημένη είναι πεθαμένη. Ο ποιητής βλέπει μπροστά του, όχι στον ύπνο του αλλά σ’ όραμα, μιαν οπτασία, μια ατάραχη Μορφή σκεπασμένη με πέπλο. Την παίρνει για άγγελο που ήρθε από τον ουρανό και τη ρωτά με αγωνία πού βρίσκεται η αγαπημένη του που έχει πεθάνει. Θέλει να μάθει αν οι αρετές της αναγνωρίστηκαν στον ουρανό κι αν ο αγνός έρωτάς τους θεωρήθηκε αμάρτημα.
«Πες μου αν εσώθη, κι άκουσα πλασμένα στόματ’ άγια,
Στα μάτια τ’ άπλαστα να λεν ακάθαρτο το χιόνι
………………………………………………………..
Απ’ τη στιγμή πούκρυψ’ η γη την όψη της του κόσμου,
………………………………………………………
σκληρή γι’ αυτό μ’ επαίδευσε αγωνία»
Είναι βέβαιος ότι βρίσκεται στον Παράδεισο. Μπορεί να είναι εκεί όπως ήταν στη ζωή, μπορεί ο θάνατος γι αυτήν να μην έχει δύναμη.
« Ίσως τα’ άγνωστα κόκκαλα τριγύρω της θ’ αγιάσουν,
Ίσως σκουλήκια δεν θα βγουν, κι’ αυτή ίσως δεν θα λιώσει.
ίσως και μεσ’ τον τάφο της όμορφη θάναι πάντα,
Ίσως και αύριο ( αλλαλογώ;) θε νάβγη αναστημένη»
Πλέκει το εγκώμιο στις αρετές της και στην ψυχική της ομορφιά που δε θα τα άλλαζε μ’ όλα τα μεγαλεία του κόσμου.
«Αλλά γιατί τέτοια λαλώ; Γιατί κι αν έξαφνα όλα
Στα πόδια μου κατέβαιναν της γης τα μεγαλεία,
Την ευτυχιά στα μάτια της μονάχα θα εζητούσα.
Ξάφνου η Μορφή ξεσκέπασε το πρόσωπο κι εφάνη
η ποθητή γελούμενη και πολυδοξασμένη!».
Η πεπλοφόρα δικαιωμένη στον ουρανό δίνει με την παρουσία της απάντηση στις αμφιβολίες του ποιητή.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
*εννοεί τον Παρθενώνα της Μητρόπολης, που οι Ζακυνθινοί έκλειναν τις απροστάτευτες και ζωηρές κοπέλες
ΠΗΓΕΣ[ενδεικτικά]
1. Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, με προλεγόμενα των Πολυλά 1859, Δε Βιάζη 1880, Παλαμά 1902, Μ. Σιγούρου 1957.
2. Διονυσίου Σολωμού Τα ιταλικά ποιήματα με μελέτες των Καλοσγούρου 1921, Σπαταλά 1948, Λίνου Πολίτη 1960
3. Γρηγορίου Ξενοπούλου, Ο Σολωμός και οι γυναίκες Νέα Εστία 1927
4. Κ. Παλαμά Διονύσιος Σολωμός 1933
5. Η.Βουτιερίδη Διονύσιος Σολωμός 1938
Συγχαρητήρια παλια μου συμμαθήτρια για το υπέροχο καί στοχευμένο πόνημά σου.