Στα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς τα Επτάνησα ανέπτυξαν πλούσια ιστορία, η οποία πολλές φορές δεν ακολουθούσε την πορεία της υπόλοιπης Ελλάδας.
Ευρισκόμενα στο δρόμο των σταυροφοριών αλλάζουν συχνά χέρια, μεταξύ διαφόρων Φράγκων ηγεμόνων και των Ενετών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.
Ο «Ιόνιος δρόμος» που οδήγησε στην Ένωση με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο στις 17 Οκτωβρίου 1797 και τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία, τερματίζοντας έτσι την μακραίωνη κατοχή τους από την Γαληνότητα. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διαδόθηκαν στα νησιά του Ιονίου, η αριστοκρατική διοίκηση παύθηκε και σχηματίστηκαν κοινοτικά συμβούλια από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων για την διοίκηση των νησιών.
Όμως μετά την καταστροφή του Γαλλικού στόλου στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου, η Ρωσία και η Τουρκία με την συγκατάθεση της Αγγλίας αποφάσισαν να συστήσουν Ρωσοτουρκική συμμαχία εναντίον των επεκτατικών βλέψεων του Ναπολέοντα στην Ανατολή. Εκμεταλλευόμενες την υποκινούμενη από την Αριστοκρατία δυσαρέσκεια των κατοίκων των Ιονίων Νήσων για τους Γάλλους, ο Ρωσοτουρκικός στόλος ξεκίνησε από τα Κύθηρα, τον Σεπτέμβριο του 1798, την κατάληψη των Επτανήσων, που συμπλήρωσε στις 20 Φεβρουαρίου 1799. Έτσι αφαίρεσαν από τη Γαλλία τη σημαντικότατη αυτή ναυτική βάση στην ανατολική Μεσόγειο. Μετά από μακρόχρονες προτάσεις, συζητήσεις και αντιρρήσεις των Αυλών Ρωσίας και Τουρκίας υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη Συνθήκη στις 21 Μαρτίου 1800, στην οποία αποφασίστηκε η αυτονόμηση της Επτανήσου Πολιτείας, υπό την επικυριαρχία της Υ-ψηλής Πύλης και η ανάθεση της προστασίας των θρησκευτικών δικαιωμάτων των κατοίκων της, στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το πρώτο ημιαυτόνομο Ελληνικό κρατίδιο τριακόσια πενήντα περίπου χρόνια, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Επτάνησος Πολιτεία. Η ύπαρξη όμως του νέου κρατιδίου ήταν σύντομη.
Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς και τη σύναψη της Συνθήκης του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν και πάλι στη Γαλλία. Οι Γάλλοι αυτοκρατορικοί άρχισαν να χάνουν τα Επτάνησα σταδιακά από το 1809 με την κατάληψη της Ζακύνθου από το Αγγλικό στόλο.
Στη συνέχεια οι Άγγλοι κατέκτησαν στην Κεφαλονιά, την Ιθάκη, τη Λευκάδα και τα Κύθηρα το 1810 και τέλος την Κέρκυρα το 1814.
Με τη Συνθήκη των Παρισίων 5 Νοεμβρίου 1815 και την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη, τα Επτάνησα αποτέλεσαν το αυτόνομο Ιονικό κράτος κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και μετονομάστηκαν σε Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων. Το 1850 το Κοινοβούλιο των Επτανήσων ψήφισε την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η Μεγάλη Βρετανία ως εγγυήτρια δύναμη την απέρριψε. Ύστερα από πιέσεις της Αυστρίας και της Ρωσίας η ένωση πραγματοποιήθηκε το 1864.
Στα διπλωματικά σαλόνια της Ευρώπης το Επτανησιακό ζήτημα απασχολούσε ιδιαίτερα τις Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά το έτος 1862 άρχισαν στην Αγγλία οι συζητήσεις για την πιθανή παραχώρηση των Ιονίων στο Ελληνικό Βασίλειο. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν οι Δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Το θέμα που αφορούσε κυρίως τους Βρετανούς εκείνη την περίοδο ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, ως πάγια τακτική τους στην Ανατολή. Μια ενδεχόμενη αμφισβήτηση από πλευράς Ελλήνων θα μπορούσε να αποφευχθεί με την παρουσία ενός βασιλιά, αντικατάσταση του Όθωνα, φιλικά προσκείμενο στις διαθέσεις των Βρετανών.
Με αυτή τη λογική, η Αγγλία υποστήριξε ότι το θρόνο στην Ελλάδα έπρεπε να καταλάβει ο Δανός πρίγκιπας Γουλιέλμος, ο οποίος δύσκολα θα αρνιόταν μιας και η χώρα του είχε την ανάγκη υποστήριξης της Αγγλίας στο ζήτημα των δουκάτων της Έλβας.
Με αυτό τον τρόπο, οι Άγγλοι έδωσαν το στέμμα της Ελλάδας στο Δανό πρίγκιπα, ο οποίος πήρε το όνομα Γεώργιος ο Α` και έφτασε στην Αθήνα στις 18/30 Οκτωβρίου 1863, και έθεσαν σαφώς την επιρροή τους στα της Χώρας για ακόμη μια φορά. Ωστόσο, μια και στη διπλωματία ισχύει το ρητό «δούναι και λαβείν», οι Βρετανοί, για να καλοπιάσουν τους Έλληνες για την επιλογή του αγγλόφιλου βασιλιά, έδειξαν την προθυμία να ανακινηθεί το Ιόνιο ζήτημα με σκοπό την Ένωση των νησιών με το Ελληνικό κράτος.
Η ΕΝΩΣΗ
Στις 24 Μαρτίου 1864 ο πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης Ιωάννης Μεσσηνέζης κηρύττει την έναρξη της συνεδρίασης σε κλίμα απογοήτευσης και βαρυθυμίας. Οι φήμες ήθελαν δυσμενείς τις εξελίξεις για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Οι συνομιλίες που διεξήγαγε στο Λονδίνο ο αντιπρόσωπος της Ελληνικής κυβέρνησης Χαρίλαος Τρικούπης οδηγούντο-σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου σε ναυάγιο.
Στο βήμα ανεβαίνει ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης για να προβεί σε ανακοινώσεις επί του θέματος. Ήρκεσαν οι πρώτες λέξεις του για να μεταβληθεί ο εκνευρισμός σε χαρά και η αγωνία σε φρενίτιδα ενθουσιασμού. Χωρίς πρόλογο και με φωνή σπαστή, ο Δηλιγιάννης διάβασε το τηλεγράφημα του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος είχε κληθεί να συνυπογράψει με τους αντιπροσώπους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας το πρωτόκολλο Ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Ό,τι ακολούθησε ήταν προφανές. Ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, αγκαλιές, φιλιά μεταξύ των πληρεξουσίων και οι Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας.
Τις εντυπώσεις ωστόσο έκλεψε η περιπέτεια του ιστορικού τηλεγραφήματος του Τρικούπη. Ακόμη η Ελλάδα δεν είχε αποκαταστήσει τηλεγραφική επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Το τηλεγράφημα, με ημερομηνία 13 Μαρτίου, ξεκίνησε με αυστριακό πλοίο της γραμμής που περνούσε από την Καλλίπολη, απ’ όπου το παρέλαβε για Πειραιά.
Έφιππος αγγελιαφόρος το μετέφερε στην Αθήνα για να το παραλάβει ο πρόεδρος της κυβέρνησης που δεν ήταν άλλος από τον ένδοξο πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη. Εκείνος το παρέδωσε στον υπουργό εξωτερικών, ο οποίος και το ανακοίνωσε στην Εθνοσυνέλευση. Κανείς βεβαίως τότε δεν γνώριζε το παρασκήνιο της προσάρτησης, πλην του άρτι αφιχθέντος νεαρού βασιλέως Γεωργίου Α`.
Η ηλιόλουστη 25η Μαρτίου 1864 ξημέρωνε για του Έλληνες και τον Γεώργιο με τους καλύτερους οιωνούς. Και γιορτάστηκε ανάλογα στους δρόμους και στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου ο Γεώργιος είπε τις πρώτες λέξεις του στην ελληνική γλώσσα.
Η πράξη της Ένωσης, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε αποτέλεσε κορυφαία στιγμή στην νεότερη ελληνική ιστορία.
Πολιτικά, αποτέλεσε την πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους και την πρώτη εφαρμογή της Μεγάλης ιδέας, τονώνοντας το αλυτρωτικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων. Επιπλέον, αποτελώντας το πρώτο Ελληνικό κράτος πριν την Ελλάδα, τα Επτάνησα κληροδότησαν στο νεαρό τότε βασίλειο μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη, που αφορούσε στην οργάνωση και στελέχωσή του στα βρετανικά πρότυπα. Παράλληλα, οι Επτανήσιοι έφεραν στον ελλαδικό χώρο μια σπουδαία πνευματική παράδοση, από τον Διόνυσο Σολωμό και τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο μέχρι τον Πέτρο Βράιλα-Αρμένη και Παύλο Καλλιγά.
*Πηγή:1. Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ 2. «Παγκόσμια ιστορικά γεγονότα» (τόμοι 2). 3. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους». Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο*
* Ο Γεώργιος Ν. Ξενόφος, είναι λογοτέχνης