Δεν είμαι θιασώτης της μικροσκοπικής προσέγγισης διακεκριμένων ανθρώπων, που επιχειρείται συχνά στο χώρο της ιστορίας, του πνεύματος, της τέχνης ή της επιστήμης. Εννοώ την επικέντρωση και ανάδειξη κάποιων επί μέρους χαρακτηριστικών (προτερημάτων ή ελαττωμάτων), καθώς πιστεύω ότι η ζωή και το έργο του κρινομένου ατόμου πιστώνεται στη σύνθεση του χαρακτήρα του∙ αν το προτιμάτε, στη σύνθεση και στη διαχείριση των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του. Σε τελική ανάλυση εναπόκειται στον εκάστοτε κριτή, αφού λάβει υπ’ όψη του τα όποια μικροσκοπικά ευρήματα, να τα εντάξει χωρίς να παρασυρθεί, στη σύνθεση της προσωπικότητας και στην αποτίμηση της πράξης του κρινομένου.
Ξεκινώντας από τη θέση αυτή, θα παρουσιάσω την προσέγγιση ενός σύγχρονου παρατηρητή – και μάλιστα αλλοδαπού – στην προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Λομβάρδου και των άλλων Ζακυνθίων παραγόντων του Ριζοσπαστικού Κινήματος κατά την κρίσιμη περίοδο 1861-1863∙ κατά τα τρία δηλαδή χρόνια προ της Ένωσης της Επτανήσου με το Βασίλειο της Ελλάδος.
Ο νεαρός φιλόλογος Βερνάρδος Σμίτ, πτυχιούχος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, με τη στήριξη ενός ζακυνθινού συμφοιτητή του, έρχεται την άνοιξη του 1861 στη Ζάκυνθο, όπου και προσλαμβάνεται ως οικοδιδάσκαλος σε γνωστό αρχοντικό. Ο Σμίτ είναι επηρεασμένος από τις ιδέες του καθηγητού του Αύγουστου Μπέκ, ο οποίος απέκρουε την ουμανιστική προσέγγιση της Αρχαιότητας δια μέσου των κειμένων των κλασικών συγγραφέων και πρέσβευε την επί τόπου διερεύνηση των, τυχόν, συνδέσμων νέου και αρχαίου κόσμου. Εμποτισμένος από τις αρχές αυτές, ο νεαρός Γερμανός επιστήμονας, στη διάρκεια της τριετούς παραμονής του στο νησί, μελέτησε την ιστορία, την οικονομία, κυρίως τη λαογραφία του, αλλά και την πολιτική κατάσταση της εποχής, ενώ η επαγγελματική του θέση του εξασφάλισε τη συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις της άρχουσας τάξης και την προσωπική γνωριμία με εξέχουσες μορφές του τόπου.
Ο Βερνάρδος Σμίτ, γυρίζοντας στη Γερμανία, διέγραψε ανοδική επιστημονική πορεία και το 1871 αναγορεύτηκε καθηγητής της έδρας της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Φράϊμπουργκ, όπου διατύπωσε το δόγμα της «Ρεαλιστικής Φιλολογίας» και όπου οι μαθητές και θαυμαστές του ανήγαγαν σε μότο, τη ρήση του δασκάλου τους: «όποιος ζητάει να καταλάβει τον ποιητή, πρέπει να επισκεφθεί τη χώρα του ποιητή».
Το 1899 ο Σμίτ, μετά από 35 περίπου χρόνια, θυμήθηκε τις ιόνιες εμπειρίες του και εξέδωσε το σύγγραμμά του «Η νήος Ζάκυνθος – βιωθέντα και ερευνηθέντα». Το σημαντικότατο αυτό πόνημα επανεκδόθηκε, σε ελληνική μετάφραση, από τους «Φίλους του Μουσείου Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων» το 2005.
Ο Γερμανός επιστήμονας ολοκληρώνει το έργο του αυτό με δύο κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορεί «Πολιτική ζωή».
Στο πρώτο επιχειρεί μιάν ιστορική επισκόπηση της «Αγγλικής προστασίας». Αναφέρεται στο Σύνταγμα του 1817, στις προσωπικότητες και στις πολιτικές των Άγγλων Αρμοστών, στη διαμόρφωση των τριών τοπικών κομμάτων: των «Καταχθο-νίων», των «Μεταρρυθμιστών», των «Ριζοσπαστών», στη λειτουργία της Βουλής, στην ελευθεροτυπία μετά το 1848, στις ταραχές στην Κεφαλλονιά και στα απάνθρωπα μέτρα του αρμοστή Ουάρντ∙ τελικά στην εξορία των Κεφαλλήνων και Ζακυνθίων ηγετών των Ριζοσπαστών (1851) στα Αντικύθηρα και άλλα ξερονήσια. Ο Σμίτ αναφέρεται εδώ και στις πηγές του, ιδίως στην «Ιστορία του Ιονίου Κράτους» του Παναγιώτη Χιώτη και στην “La question Ionienne devant l’ Europe” (1859) του Francois Lenormant, σχολιάζοντας ότι η παρουσίαση του Χιώτη «πολύ συχνά είναι επιφανειακή, ασαφής και συγκεχυμένη», ενώ «το κείμενο του Lenormant απηχεί τις απόψεις των Ριζοσπαστών».
Προκύπτει, ωστόσο, ότι διαφεύγουνε του Γερμανού παρατηρητή δύο βασικές παράμετροι. Η πρώτη αφορά τη στρατηγική σημασία της Επτανήσου ως ναυτικής βάσης για την Αγγλία, η οποία όμως περί τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της ανάπτυξης της ατμήλατης ναυτιλίας, άρχισε ν’ αποδυναμώνεται. Χωρίς τον παράγοντα αυτόν, πιστεύω, η Ένωση θα είχε καθυστερήσει∙ τουλάχιστον πολύ μετά το 1864. Η δεύτερη παράμετρος αφορά τη δισυπόστατη ιδεολογική βάση του πρώιμου Ριζοσπαστικού Κινήματος (με επίκεντρο την Κεφαλλονιά) και τη μεταγενέστερη διαφοροποίησή της από τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο (με επίκεντρο τη Ζάκυνθο). «Το Ριζοσπαστικό κόμμα», γράφει ο Νικόλαος Γ. Μοσχονάς, «υπήρξε κόμμα λαϊκό και επαναστατικό. Θεμελιωμένο πάνω στις δημοκρατικές αρχές που είχε διακηρύξει η γαλλική επανάσταση, ακολούθησε εθνική πολιτική και απέβλεπε στην ανασυγκρότηση του Ελληνισμού με τη πολιτική ριζική αλλαγή του πολιτικού και του κοινωνικού καθεστώτος σε όλη την Ελλάδα.».
Ως γνωστόν εξαιτίας της μακρόχρονης εξορίας των θεμελιωτών του Ριζο-σπαστικού Κόμματος, μετά το 1852 η ηγεσία του περιήλθε στον διορατικό ρεαλιστή Κωνσταντίνο Λομβάρδο. Ο τελευταίος, διαβλέποντας ότι οι σοσιαλιστικές κοινωνικές αναμορφώσεις διασπούσανε την κοινή γνώμη των Επτανησίων και ανησυχούσανε τις ευρωπαϊκές ηγεμονίες, μετονόμασε το «κόμμα» σε «κίνημα» και σταδιακά περιόρισε τους στόχους του στο δόγμα της «Αρχής των Εθνοτήτων»∙ δηλαδή στην ένωση της Επτανήσου με το Βασίλειο της Ελλάδος.
Ο Σμιτ, στο δεύτερο κεφάλαιο που αφιερώνει στην «Πολιτική ζωή», αναφέρεται σε πέντε προσωπικότητες τις οποίες γνώρισε από κοντά και των οποίων τις δράσεις και αντιδράσεις παρακολούθησε και αποτίμησε κατά την περίπου τριετή παραμονή του στη Ζάκυνθο. Είναι οι: Δημήτριος Καλλίνικος, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Γεώργιος Βερύκιος, Ιούλιος Τυπάλδος και φυσικά ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
Ο Δημήτριος Καλλίνικος (1814-1890) υπήρξε μία ευγενική μορφή αγωνιστή, ταγμένη στην αρχική ιδεολογική γραμμή των Κεφαλλήνων Ριζοσπαστών. Ήταν φιλομαθέστατος, και, κατά τον Λεωνίδα Ζώη, προικισμένος με σπάνια μνήμη «διό», γράφει ο Ζώης, «και εθεωρείτο ως ζώσα βιβλιοθήκη και εις αυτόν ανέτρεχον πάντες οι έχοντες ανάγκην βοηθημάτων».Ο Καλλίνικος εξορίστηκε από τους Άγγλους στα Αντικύθηρα και παρά τις δελεαστικές προτάσεις τους, αρνήθηκε να αποκηρύξει τις αρχές του. Γυρίζοντας από την εξορία εξακολούθησε να αρθογραφεί τολμηρά, αλλά και συγκρούστηκε με τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο, συγκεντρώνοντας γύρω του τους ζακυνθινούς αγωνιστές που έμεναν πιστοί, πέρα από το εθνικό, και στο κοινωνικό όραμα του Ριζοσπαστισμού. Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί ο Ζώης: «δυστυχώς, η γλώσσα του ήτο αρχαΐζουσα και δια τούτο υπό των συγχρόνων του εκαλείτο Λεξικοζούμης».
Οι εκτιμήσεις του Γερμανού σύγχρονου παρατηρητή, συμβαδίζουνε μ’ εκείνες του Λεωνίδα Ζώη «Το φωτοστέφανο του μάρτυρα», γράφει, «συνδυασμένο με αξιο-πρόσεκτη μόρφωση και αξιοπρεπή συμπεριφορά, χάριζε στον Καλλίνικο κάποια ιδιαίτερη αίγλη. Κατά τα άλλα, δεν διέθετε τις ιδιότητες εκείνες που είναι απαραίτητες σε έναν αρχηγό κόμματος. Πολιτικός νους περισσότερο θεωρητικός παρά πρακτικός, δεν κατείχε το ταλέντο να επηρεάζει τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Ματαιόδοξος καθώς ήταν, έμοιαζε ν’ αγαπά τον ήχο της φωνής του και φρόντιζε να εκθέτει τις σκέψεις του με λόγο επιτηδευμένο, πλούσιο σε εικόνες και αρκετά πομπώδη. Ακούγοντάς τον, νόμιζε κανείς ότι διαβάζει κείμενο από ένα βιβλίο: τόσο υπολογισμένες και ξύλινες ήταν οι εκφράσεις του. Μαζί με έναν εντονότατο φιλελευθερισμό στα πολιτικά πράγματα, κατόρθωνε να συνδυάζει μίαν αξιοσημείωτη στενοκεφαλιά στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.».
Ο Σμίτ, πάντως, παρά τις επιφυλάξεις του για τις ικανότητες, επικροτεί ανεπιφύλακτα το ήθος του. «Η ομάδα του Καλλίνικου», παρατηρεί αλλού, «θεωρούμενη ως σύνολο, ήταν υψηλότερου επιπέδου και ο ηγέτης της, παρά το περιορισμένο πολιτικό του ταλέντο και την από πολλές απόψεις μυωπική και μικρόνοη στάση του, διαπνεόταν τουλάχιστον από πραγματικά ανυστερόβουλο πατριωτισμό.».Όπως μας πληροφορεί ο Σμίτ, καταδεικνύοντας εδώ την ιδεολογική ακαμψία του Καλλίνικου: κατά τον τριήμερο εορτασμό της Ένωσης (15-17 Οκτωβρίου 1863), «τα βράδια όλη η πόλη ήταν φωταγωγημένη. Μόνο το σπίτι του Καλλίνικου παρέμενε σκοτεινό και χωρίς καμία σημαία στα παράθυρά του».
Παρακολουθώντας τις προσεγγίσεις του Σμίτ σε πρόσωπα και πράγματα, διαπιστώνει κανείς κάποια, θα την έλεγα προκατειλημμένη, κριτική πρόσβαση. Μια τάση να θεωρεί απαραίτητα σκοτεινό, ό,τι δεν ήταν απόλυτα φωτεινό. Μια τάση εξωπραγματική, καθώς στους χαρακτήρες των ανθρώπων επικρατεί το ημίφως, το αναγεννησιακό chiaroscuro, που οφείλεται στη διαμάχη φωτός και σκότους∙ και πού, από μιάν άποψη, καθιστά το φως λαμπρότερο όποτε επικρατεί.
Χαρακτηριστική είναι η αμηχανία του Γερμανού, να κατανοήσει την κοσμική συμπεριφορά του πολιτικού και αξιόλογου μουσουργού Φραγκίσκου Δομενεγίνη, μετά την επιστροφή του από τη μαρτυρική εξορία των Αντικυθήρων. «Ένας από τους σημαντικότερους Ριζοσπάστες», γράφει, «ο οποίος άλλοτε είχε εξοριστεί στο νησί των Αντικυθήρων και την εποχή εκείνη συμμετείχε ενεργά στους εθνικούς αγώνες, ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης, άνδρας με αξιόλογα προσωπικά χαρίσματα και οπαδός του Καλλίνικου, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του βρετανού Τοποτηρητή […] Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πέρα από τους εμπαθείς αγώνες στη Βουλή και στον τύπο, η δράση των κομμάτων δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή».
Η προαναφερθείσα προκατειλημμένη κριτική πρόσβαση του Γερμανού σχολια-στή, φανερώνεται εντονότερα κατά την αναφορά του στη διαμάχη μεταξύ του Κεφαλλονίτη δικαστή και αξιόλογου ποιητή Ιούλιου Τυπάλδου (1814-1883) και του Κωνσταντίνου Λομβάρδου. Ο Τυπάλδος εθεωρείτο υποστηρικτής της πρότασης να ανακηρυχθούν η Κέρκυρα και οι Παξοί αγγλική αποικία. Επιπλέον, υπήρχανε φήμες ότι ο δικαστής στήριξε κρυφά τους ανθενωτικούς κύκλους της Επτανήσου.Ο Λομβάρδος, λίγο προ των εκλογών της ΙΓ Βουλής, δημοσίευσε ένα οξύτατο, εν πολλοίς υβριστικό, άρθρο κατά του Τυπάλδου, όμως χάρη στη μεσολάβηση τρίτων, φαίνεται ότι δώθηκαν εξηγήσεις και οι αντίπαλοι έδειξαν να συμφιλιώνονται. Τα κίνητρα του Τυπάλδου αποβλέπανε, σίγουρα, στην προσωπική του αποκατάσταση, ενώ εκείνα του Λομβάρδου ήτανε προφανώς πολιτικά και αποβλέπανε στη μη περαιτέρω όξυνση των παθών. Πράγματα, ωστόσο, ακατανόητα για τον Σμίτ. «Θα πίστευε κανείς», γράφει, «ότι το επεισόδιο αυτό, εάν δεν κατέληγε σε μονομαχία μέχρι θανάτου ή σε δικαστική αγωγή, τουλάχιστον θα είχε ως αποτέλεσμα την αιώνια έχθρα των δύο αντιπάλων. Καταλα-βαίνετε, λοιπόν, τη γενική έκπληξη που προκάλεσε, λίγες μέρες αργότερα, το θέαμα των δύο ανδρών να περπατούν πιασμένοι από το χέρι στη λέσχη, διακηρύσσοντας έτσι δημόσια τη συμφιλίωσή τους».
Ο Γεώργιος Βερύκιος (1818-1891) υπήρξε αναμφίβολα μια χαρισματική προσωπικότητα. Ο Ζώη αναφέρει ότι «διεκρίθη ως ριζοσπάστης, δημοσιογράφος, βου-λευτής και ρήτωρ […] εκ των πρώτων δε (υπήρξε) οίτινες δια του τύπου ύψωσαν την φωνήν υπέρ των δικαιωμάτων του Επτανησιακού λαού».Πέρα από χαρισματική, ωστόσο, φαίνεται ότι ήτανε και προσωπικότητα ασταθής και αρκετά εγωκεντρική. Ο Λεωνίδας Ζώης προσθέτει ότι ο Βερύκιος «εξέδωσε τον «Μάγον» το 1848, υποστηρίζων ότι δέον να υπάρχουν προνομιούχοι τάξεις, παρεξηγήθη δε, διότι διεδόθησαν κατ’ αυτού πράγματα τα οποία ούτε καν διενοήθη».Όσο για τον εγωκεντρισμό του, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης αναφέρει ότι ο Αρμοστής Ουάρντ, ο οποίος εξόρισε τους Ριζοσπάστες πολιτικούς, είχε πει για τον Βερύκιο: «Δεν τον εξορίζω, διότι επιζητεί πάση θυσία ο δοξομανής την δόξαν, αλλ’ εγώ δεν του την δίδω».
Ο Σμίτ, αναφερόμενος στον Βερύκιο, δείχνει να συμμερίζεται τις πιο πάνω απόψεις. Οι αντίπαλοι του Λομβάρδου «κατάφεραν να πάρουν με το μέρους τους μιαν ιδιαίτερα ασταθή προσωπικότητα», γράφει, «η οποία στο παρελθόν είχε αποστατήσει και από τους δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς. Κατά τα τελευταία χρόνια ο άνθρωπος αυτός υπήρξε οπαδός και συνεργάτης του Λομβάρδου, μέχρι που το ζήτημα της υποψηφιότητας για τον ελληνικό θρόνο δίχασε τους δύο άνδρες. Επρόκειτο για τον Γεώργιο Βερύκιο, ο οποίος τον Αύγουστο του 1863 δημοσίευσε ένα φυλλάδιο, καταφε-ρόμενος κατά του πρώην πολιτικού του φίλου και συντασσόμενος με εκείνους που κατέ-κριναν τον Λομβάρδο ως εξωνημένο όργανο του βασιλιά Όθωνα».
Η προσέγγιση του Σμίτ στην προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Λομβάρδου, χωρίς να είναι αρνητική, είναι τουλάχιστον … αντιπαθητική. Αυτό θα μπορούσε εν μέρει να πιστωθεί στο ότι, στα τρία χρόνια της παραμονής του στη Ζάκυνθο, έζησε σε αριστοκρατικό, άρα αντιλομβαρδιανό περιβάλλον, κυρίως όμως, πιστεύω, ότι πρέπει να πιστωθεί στην προκατειλημμένη κριτική πρόσβασή του, η οποία τον παρεμπόδισε να εκτιμήσει τις βάσεις της διαφοροποίησης της πολιτικής του χαρισματικού αυτού λαϊκού ηγέτη.
«Ο Λομβάρδος», γράφει, «γιατρός, σπουδασμένος στη Γερμανία, ήταν άνθρωπος εντελώς διαφορετικός από τον Καλλίνικο, ακόμη και στην εξωτερική του εμφάνιση. Αδύνατος όπως ο Κάσσιος, και με μαλλιά ξανθά, χαρακτηριστικό που, μαζί με το ίδιο του το όνομα, παρέπεμπε σε μη ελληνική καταγωγή. Η κεφαλή του Λομβάρδου δεν περιβαλλόταν, όπως εκείνη του γηραιότερου αντιπάλου του, από το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Από την άλλη πλευρά, όμως, είχε όλες εκείνες τις ιδιότητες που ήταν απαραίτητες για να αποκτήσει κάποιος δημοτικότητα. Οι τρόποι του χαρακτηρίζονταν από απλότητα, συνδυασμένη με την πρακτικότητα της επιστήμης του. Ήταν ενεργητικός και υπολογιστής και ταυτόχρονα, γεμάτος από τερατώδη φιλοδοξία. Ακόμη και οι αντίπαλοί του αναγνώριζαν τα μεγάλα ταλέντα του, ιδιαίτερα τη δαιμονική του ευφράδεια. Ως γιατρός ο Λομβάρδος ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής. Κάποτε μάλιστα, όταν υπέφερα από μιαν επίμονη αδιαθεσία, μου έδωσε μιαν απλή όσο και εξαίρετη συμβουλή, για την οποία του χρωστώ ακόμα και σήμερα ευγνωμοσύνη».
Αλλού, ενώ αναγνωρίζει τη φιλοπατρία του Λομβάρδου, σπεύδει να αμφι-σβητήσει τις επιλογές του. «Με κανέναν τρόπο», γράφει, «δεν θα ήθελα να αρνηθώ τη φιλοπατρία του επιδέξιου αντίπαλου του Καλλίνικου ή να δώσω πίστη σε όλες τις δυσφημιστικές κατηγορίες που εκτόξευαν εναντίον του […] Εν τούτοις, από την άποψη της ανιδιοτέλειας, ο Λομβάρδος υπολειπόταν σημαντικά του Καλλίνικου και ήταν πολύ λίγο επιλεκτικός, όσον αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούσε για την επίτευξη των στόχων του».
Η προκατάληψη του Σμίτ γίνεται εμφανέστερη όταν κρίνει τους συνεργάτες του Λομβάρδου. Τους κρίνει με τη νοοτροπία της τάξης στην οποία εργάζεται και ανάγει σε κανόνα, τις όποιες σκοτεινές εξαιρέσεις. «Η συμπάθεια των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων για τους Ριζοσπάστες της εποχής εκείνης», γράφει, «ήταν, σε γενικές γραμ-μές, πολύ περιορισμένη. […] Ισχυρίζονταν ότι στο κόμμα αυτό, ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι οποίοι αγωνίζονταν ειλικρινά για την ένωση της Επτανήσου Πολιτείας με το Ελληνικό Βασίλειο. Οι περισσότεροι καλλιεργούσαν, υπό το πρόσχημα του πατριωτισμού, προσωπικές φιλοδοξίες και ο μόνος στόχος της υποψηφιότητάς τους για μια θέση στη Βουλή ήταν απλά η βουλευτική αποζημίωση».
Εκεί, όμως, που ο Γερμανός αποτυγχάνει απόλυτα είναι όταν παραγνωρίζει ότι τα πολιτικά αίτια της διάσπασης των Ριζοσπαστών, που οφειλότανε στην εμμονή των ιδρυτών Κεφαλλήνων και στη Ζάκυνθο του Καλλίνικου, στη σοσιαλιστική κοινωνική αναμόρφωση, την οποία ο ρεαλιστής Λομβάρδος εγκατέλειψε προκειμένου να συνε-νώσει και να επικεντρώσει τους Επτανησίους στη διεκδίκηση της Ένωσης με την Ελλάδα. Ενώ ο Σμίτ γράφει, πλανόμενος, ότι: «βασικά αίτια της διάσπασης του Ριζοσπαστικού Κόμματος στάθηκαν, χωρίς αμφιβολία, οι προσωπικές διαφορές των ηγετών του, οι οποίες οφείλονταν προπάντων σε λόγους ζηλοτυπίας».
Για να μη τον αδικήσω, ωστόσο, πρέπει να επισημάνω ότι κάπου ο Σμίτ παρα-δέχεται τις δυσχέρειες της άμεσης αποτίμησης της ιστορικής εκείνης περιόδου. «Δύ-σκολο ήταν, πράγματι, για έναν ξένο», μας λέει, «να σχηματίσει ολοκληρωμένη, σαφή και δικαιολογημένη κρίση μέσα από το χάος αυτό των αντιτιθέμενων απόψεων και των ανταλλασσόμενων κατηγοριών, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι η τάση για απερίσκεπτη απόδοση κατηγοριών συγκαταλέγεται στα εγγενή ελαττώματα του ελληνικού λαού».
Κλείνοντας το κεφάλαιο το αφιερωμένο στην πολιτική κατάσταση της Επτα-νήσου, ο Γερμανός καθηγητής κάνει μία διαπίστωση η οποία, στην ουσία, αναιρεί κάποιες από τις κρίσεις του και δικαιώνει τις επιλογές του Κωνσταντίνου Λομβάρδου∙ δικαιώνει όμως και την ειλικρίνεια του συγγραφέα. «Όταν κάποτε βρέθηκα πάλι στα νησιά, δεκατέσσερα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό Βασίλειο», γράφει, «μου δόθηκε η εντύπωση ότι οι κάτοικοί τους, παρά το ότι δεν φαίνεται να λησμόνησαν τα πλεονεκτήματα της Βρετανικής Προστασίας, θεωρούσαν την ένταξή τους σε μια ελεύθερη, εθνική, κρατική οντότητα ως το ύψιστο αγαθό.».
Ζάκυνθος 1 Φεβρουαρίου 2016