Ανοιχτή επιστολή προς το Eφορευτικό Συμβούλιο της Ιστορικής Βιβλιοθήκης Ζακύνθου:
Κυρίες και κύριοι μέλη του Εφορευτικού Συμβουλίου,
Θεωρώ υποχρέωση μου ως ενεργού μέλους της κοινωνίας της Ζακύνθου να μοιραστώ μαζί σας τους προβληματισμούς μου.
Κατ αρχήν, ως εξ επαγγέλματος προστάτης της χλωρίδος και της πανίδος, δηλαδή οικολόγος, οφείλω να διαμαρτυρηθώ εντόνως για την διαταραχή που υπέστη το οικοσύστημα του πολύπαθου κτιρίου της βιβλιοθήκης του νησιού μας.
Που θα βρουν σπίτι, να πλέξουν ήσυχα και αθόρυβα τους ιστούς τους, τόσες ξεσπιτωμένες αράχνες; Δεν σας συγκινούν τα ορφανά, μικρά, γκρίζα ποντικάκια που δεν έχουν σε ποιόν να απευθυνθούν, μετά την άσπλαχνη έξωση από τις φωλιές τους; Δεν αισχύνεσθε για τις εκατόμβες των νεκρών κατσαρίδων, που έπεσαν, αθώα θύματα κι αυτές, των επάρατων αποφάσεων σας;
Ποιος σας είπε, κυρίες και κύριοι, ότι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές αρέσκονται στον νεοτερισμό της τεράστιας αίθουσας μελέτης με τα απλόχωρα τραπέζια και τα ορθάνοιχτα παράθυρα; Οφείλω να σας πληροφορήσω, ότι προτιμούν το σκοτάδι, την βρωμιά και τους στενούς, άβολους χώρους! Αφήστε που σύμφωνα με αποκλειστικές (εκ των έσω) πληροφορίες, προτιμούν τις κλειδαμπαρωμένες, αφιλόξενες βιβλιοθήκες που αρνούνται τα αιτήματά τους για ερευνητικό υλικό, διότι τοιουτοτρόπως, μπορούν να εκδίδουν συγγράμματα χωρίς την απαραίτητη βιβλιογραφία…
Επίσης, εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, ποιος αδαής σας είπε, ότι το αναγνωστικό κοινό της Ζακύνθου, έχει όρεξη να αντιμετωπίζει πρωί πρωί τα χαμογελαστά πρόσωπα και την εξυπηρετική διάθεση του προσωπικού της βιβλιοθήκης;
Εδώ που τα λέμε, είναι γνωστό τοις πάσι, ότι στις βιβλιοθήκες, τους ναούς της γνώσεως, πρέπει να μπαίνεις τρέμοντας και να φεύγεις κλαίγοντας από το δέος της απόρριψης των αιτημάτων σου από τους ειδήμονες. Αλλιώτικα πως θα καταλάβει ο λαουτζίκος, το ατέρμονο χάος που τον χωρίζει από τους διανοούμενους, τους ποιητές, τους λογοτέχνες, τους ανθρώπους των γραμμάτων, βρε αδερφέ!
Επιπλέον, έμαθα τις προηγούμενες ημέρες, ορισμένα πρόσφατα γεγονότα, που με αναστάτωσαν ιδιαιτέρως. Εκτίθεται, λέει, στην αίθουσα Κονόμου, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, μέρος του ιστορικού υλικού της βιβλιοθήκης, που επιλέχτηκε από την πάλαι ποτέ διευθύντρια της βιβλιοθήκης μας.
Δεν είμαστε καλά. Μα δεν έχετε καθόλου μυαλό; Άμα δούνε οι άσχετοι το υλικό της βιβλιοθήκης θα μας το ματιάσουνε, και ποιος έχει τώρα με τον κορονοϊό λεφτά για πέταμα σε ξεματιάστρες;
Άσε που θα το μάθουνε οι … κλέφτες και θα έρθουνε και θα μας το πάρουνε!
Τέλος, δεν μπορώ στ’ αλήθεια να καταλάβω, τι δουλειά έχουνε τα πιτσιρίκια να μπαινοβγαίνουνε στη βιβλιοθήκη. Μα είναι δυνατόν, να μπαίνουν ομαδικά και να χαλάνε την ησυχία των εργαζομένων ένα τσούρμο άταχτα σχολιαρόπαιδα κάθε λίγο και λιγάκι; Οι μαθητές πρέπει να μένουν στο σχολείο τους, να κάθονται φρόνιμα στα θρανία τους και να παρακολουθούν σιωπηρά τα μαθήματα τους.
Τα εξωσχολικά βιβλία δημιουργούν μπελάδες ακόμα και στα καλύτερα σπίτια, έλεγε η νόνα μου, και είχε δίκιο, θεός σχωρέστηνε!
Με εκτίμηση
Η μαμά αράχνη
ΥΓ. Και για την μετάφραση από την γλώσσα των αραχνών…
Πηνελόπη Αβούρη