-Μπρε γυναίκα, μήπως είδες πού πήγε εκείνο το μικρό, το αράπικο, το πολλά διεστραμμένο*;
-΄Όχι, Σάββα μου. Χάθηκε πάλι;
-Τώρα ήταν εδώ και μου μπέρδευε τις πετονιές και τ’ αγκίστρια.
-Μπορεί να πήγε στην τάπια, να παίξει με τα παιδιά.
-Μπρε, το άτιμο. Ξύλο που θα του δώκω!
Έτσι μεγάλωνε το αράπικο, στην Κοκκινιά. Μια προσφυγογειτονιά της Πρέβεζας, πού’χε πάρει το όνομά της από τα πολιτικά φρονήματα των κατοίκων της. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, πάλευαν για τον επιούσιο και ο παππούς, με την παλιά του βάρκα ψάρευε στον Αμβρακικό, για το φαγητό της οικογένειας.
Τα χρόνια περνούσαν. Το αράπικο έγινε μια δεσποινίδα, απόφοιτη του Γυμνασίου και είχε τη φιλοδοξία να γίνει δασκάλα.
Ο Αστυνόμος είχε άλλη άποψη.
-Δεν μπορώ να σου δώσω το πιστοποιητικό, γιατί ο πατέρας σου είναι αριστερός.
-Και τι σημασία έχει αυτό; Εγώ δεν είμαι. Κι έπειτα, είμαι άριστη μαθήτρια. Θέλετε να μου καταστρέψετε το μέλλον; Πώς θα ζήσω; Η οικογένειά μου είναι φτωχή!
Στο τέλος, πήρε το πιστοποιητικό κι έγινε δασκάλα.
Εμείς τη γνωρίσαμε στο Λονδίνο, όταν δούλευε στο εκπαιδευτικό γραφείο της Ελληνικής Πρεσβείας. Γίναμε φίλοι.
Διακρίναμε μια ευγενική ψυχή, με ευρύτερη μόρφωση και καλλιέργεια, με υψηλό βαθμό δοτικότητας και γνήσιου ενδιαφέροντος για τους άλλους.
Ζήτησε να βαφτίσει τη μικρή μας κόρη. Με χαρά το αποδεχτήκαμε.
Υπήρξε μια υπέροχη νονά.
Πόσα παραμύθια, πόσα τραγούδια, πόσες ιστορίες ακούσανε τα παιδιά μου από τα χείλη της. Και σε κάθε ανάγκη, σε κάθε δυσκολία, πάντα παρούσα, με τον παρηγορητικό της λόγο, με την ψυχική υποστήριξη, με το ανυπόκριτο ενδιαφέρον.
Κι όμως! Επειδή η καλοσύνη και η ευγένεια ψυχής, συνήθως τιμωρείται, δεν απέφυγε και η ίδια να δοκιμάσει, όταν υπηρετούσε στη Ζάκυνθο, τον τοπικό ρατσισμό και την κακότητα ψυχής κάποιων, που δεν δέχονταν την παρουσία μιας «ξένης», στα χωράφια τους. Στα χωράφια της περιουσίας του πατέρα τους φυσικά.
Κοντά στη σύνταξη, την επισκέφτηκε ο καρκίνος! Πάλεψε με γενναιότητα και πραότητα και τον νίκησε. Έζησε άλλα είκοσι χρόνια, στο σπίτι της , στην Πρέβεζα, με συντροφιά τα ανίψια, τις φίλες και τα βιβλία της.
Πριν από λίγες μέρες, έφυγε για πάντα, στα 81 της χρόνια, αφήνοντας μια άσβεστη παρακαταθήκη ανθρωπιάς, καλοσύνης, δοτικότητας, γνήσιου ενδιαφέροντος για τον άνθρωπο.
Οι άστεγοι της οδού Σταδίου δεν θα ξαναδούν πια εκείνη την άγνωστη κυρία που τους πήγαινε, όποτε περνούσε από εκεί, μια ζεστή τυρόπιτα, αφήνοντας και λίγα ευρώ στο κουτάκι.
Έτσι έκανε τον κύκλο της, σε αυτόν τον κόσμο, η Γιάννα Παπασάββα, η Δασκάλα.
Ας είναι ελαφρό το χώμα!
Νίκος Αρβανιτάκης
*Διεστραμμένο: Ατίθασο, αεικίνητο, παιχνιδιάρικο μικρό παιδί, στη Μικρασιάτικη διάλεκτο.