Η παραλογή «Του Μαυριανού και της αδερφής του» βρίσκεται στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Νικολάου Πολίτη και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Ξένο στο ιστορικό δράμα «Ανδρόνικος ή το στοίχημα του βασιλέως» (πρώτη παράσταση 9.8.1880 στο θέατρο Απόλλων των Αθηνών από τον θίασο του Δημοσθένη Αλεξιάδη). Στην κριτική της εφημερίδας «Παλιγγενεσία» μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: «Η υπόθεσις του δράματος ελήφθει εκ της πλουσίας εις δραματικήν ύλην βυζαντινής ιστορίας, χωρίς να παραβλέψει ούτε τους κανόνας της δραματικής τέχνης ούτε την ιστορικήν αλήθειαν» (Παλιγγενεσία Αθηνών 11.8.1880, σ. 3). Η ροπή του Ανδρόνικου στις ερωτικές περιπέτειες ήταν γνωστή τοις πάσι…
Το 1913 ο Νικόλαος Ποριώτης, έδωσε την δική του θεατρική εκδοχή της παραλογής δημοσιεύοντας την τραγωδία «Ροδόπη». Το έργο λαμβάνει χώρα στον στο παλάτι του Αίμου και της αδερφής του Ροδόπης «σ’ ένα ελληνικό περιγιάλι». Ο Αίμος, αρχισύμβουλος του βασιλιά Δημοχάρη, έχει καλέσει τον βασιλιά και το στρατό του σε συμπόσιο στο κτήμα του για να γιορτάσουν τη νίκη τους στον πόλεμο. Εκεί, ο Δημοχάρης ισχυρίζεται πως καμία γυναίκα δεν είναι τίμια και προκαλεί την αντίδραση του Αίμου, ο οποίος θεωρεί την αδερφή του, Ροδόπη, την τιμιότερη γυναίκα του κόσμου. Η αντιπαράθεση καταλήγει σε ένα στοίχημα μεταξύ Αίμου και Δημοχάρη: Αν ο Δημοχάρης καταφέρει να κοιμηθεί με τη Ροδόπη ο Αίμος θα θανατωθεί, ενώ αν δεν τα καταφέρει θα γίνει βασιλιάς στη θέση του. Ο Δημοχάρης στέλνει στη Ροδόπη τον Λαέρτη, τον έμπιστό του, με κοσμήματα για να της ανακοινώσει πως αν περάσει τη νύχτα μαζί του την επόμενη μέρα θα γίνει γυναίκα του.
Στην αρχή η Ροδόπη είναι ανένδοτη, γιατί εξαιτίας του Δημοχάρη δεν παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Κλείτο, μόλις όμως ακούει ότι θα γίνει βασίλισσα, ξανασκέφτεται το ζήτημα και τελικά αποφασίζει να παρουσιάσει τη μικρή, αθώα δούλα της, την Κρινώ, ως Ροδόπη. Όταν η Ροδόπη λέει στο Λαέρτη να ειδοποιήσει το Δημοχάρη να έρθει, εκείνος της αποκαλύπτει το στοίχημα των δύο αντρών επειδή είναι ερωτευμένος μαζί της. Η Ροδόπη μένει πιστή στην απόφασή της και αποφεύγει να εξηγήσει το σχέδιό της στο Λαέρτη, που προβληματίζεται από τη στάση της. Ο Δημοχάρης έρχεται και πλαγιάζει με την Κρινώ. Στο μεταξύ ο Λαέρτης ελευθερώνει τον Αίμο, με στόχο να προστατευτεί η τιμή της Ροδόπης. Εκείνος φτάνει στο σπίτι του έτοιμος να σκοτώσει τους δύο εραστές και όταν μαθαίνει πως η Ροδόπη έστειλε μια δούλα στη θέση της για να παραπλανήσει το Δημοχάρη, ησυχάζει και φεύγει. Την επόμενη μέρα ο Δημοχάρης μαγεμένος από την Κρινώ ξεχνά το στοίχημα και λέει ότι θα αφήσει τον Αίμο να ζήσει και θα πάρει την (υποτιθέμενη) Ροδόπη για γυναίκα του, ωστόσο θα παρουσιάσει στη συγκέντρωση σημάδια για να αποδείξει ότι πλάγιασε μαζί της. Μάλιστα ορκίζεται πως ακόμα και δούλα να ήταν η γυναίκα αυτή και όχι η Ροδόπη, πάλι θα την παντρευόταν. Ανταλλάσσουν δαχτυλίδια και η Κρινώ πάει να ευχαριστήσει την κυρά της για το καλό που της έκανε. Ροδόπη και Κρινώ λογομαχούν γιατί η Κρινώ μαθαίνει την αλήθεια, αλλά και η Ροδόπη μαθαίνει τον όρκο που έκανε ο Δημόχαρης στη Κρινώ και από τη ζήλεια της την σκοτώνει. Όταν οι άρχοντες καλούνται να κρίνουν ποιος κέρδισε το στοίχημα, λαμβάνει χώρα μια σειρά αποκαλύψεων: Ο Δημοχάρης μαθαίνει ότι κοιμήθηκε με τη δούλα της Ροδόπης και όχι με την ίδια, το συμβούλιο μαθαίνει για την απάτη εις βάρος του Δημοχάρη, αποκαλύπτεται πως ο Αίμος ήταν ερωτευμένος με την Κρινώ, και γίνεται γνωστή η δολοφονία της από τη Ροδόπη. Το τέλος του έργου ο Δημοχάρης εξακολουθεί να είναι βασιλιάς, η Κρινώ θάβεται με τιμές βασίλισσας, οι άντρες σπεύδουν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό που και πάλι καταπάτησε τα σύνορα και η Ροδόπη ζει ντροπιασμένη και χωρίς εξουσία.
Έξι χρόνια αργότερα το 1919 η Γαλάτεια Καζαντζάκη συνέθεσε σε ανομοιοκατάληκτο στίχο και δημοτική γλώσσα το έργο «Ο Άρχοντας, ο Μαυριανός κι η αδερφή του» που περιλαμβάνει αναφορές σε παραμύθια, όπως το παραμύθι που διηγείται η κόρη στον Άρχοντα σχετικά με τη νεαρή που αγάπησε τον Ρήγα, και μύθους, όπως του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του γόρδιου δεσμού.
Ο πρόλογος του έργου που χωρίζεται ευκρινώς σε τρεις σκηνές διαδραματίζεται σ’ ένα περιβόλι όπου ο «Άρχοντας» διηγείται στους φίλους του το στοίχημα που έχουν βάλει με το Μαυριανό: πρέπει να παρουσιάσει αποδείξεις για τον έρωτα της αδερφής του Μαυριανού, αλλιώς ο τελευταίος θα τον σκοτώσει επειδή προσέβαλλε την τιμή της. Ωστόσο, αν και έχει προσπαθήσει με κάθε μέσο να κατακτήσει την νεαρή, δεν τα έχει καταφέρει. Στη συνέχεια ο «Άρχοντας» ετοιμάζεται για την τελευταία του προσπάθεια. Εντωμεταξύ στον κήπο του σπιτιού του Μαυριανού, συνομιλούν η αδερφή του και η νένα της. Η νεαρή παραδέχεται τον έρωτά της για τον Άρχοντα, και η νένα εκφράζει τους φόβους της. Ο Άρχοντας έρχεται στον κήπο για να συναντήσει την αδερφή του Μαυριανού, αλλά ο ήρωας βλέπει την αδερφή του μόνη της στον κήπο με τον «Άρχονται» και αφού διακόψει την συνομιλία τους πηγαίνει στεναχωρημένος να συναντήσει τους υπόλοιπους άρχοντες. Ο Άρχοντας δηλώνει πως έχει γνωρίσει την τίμια αδερφή του Μαυριανού, και ο τελευταίος τον μαχαιρώνει. Εκείνη την ώρα έρχεται η αδερφή του Μαυριανού και αρχίζει να θρηνεί τον νεκρό Άρχοντα.
Η κριτική του Ηλία Βουτιερίδη για το έργο υπήρξε παντελώς αρνητική: «Η κ. Καζαντζάκη παραμορφώνοντας την υπόθεση, αφαίρεσε από αυτή όλη την ποιητικότητα που έχει, κι έπλασε ένα τύπο αψυχολόγητο και αρκετά μελοδραματικό. Έφυγε από την απλή ομορφιά και έπεσε στην κοινοτυπία, όπου πάντα φέρνει το συγγραφέα η μανία να πρωτοτυπήσει όπως-όπως».
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, τις σκληρές μέρες της Κατοχής του 1944 ο Γιώργος Θεοτοκάς αντλώντας έμπνευση του από τον πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης και τις προηγούμενες συγγραφικές απόπειρες με το ίδιο θέμα, στήνει το «Παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας» που πρωτοπαίχθηκε το καλοκαίρι του 1947 από την Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου με στόχο να μιλήσει για τους μηχανισμούς της εξουσίας και να στηλιτεύσει τις συντηρητικές αντιλήψεις της εποχής του.
Ο Θεοτοκάς τοποθετεί το έργο στο Βυζάντιο την περίοδο του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, όπως και ο Κωνσταντίνος Ξένος αν και σαφώς δεν γράφει ιστορικό θεατρικό έργο. Χρησιμοποιεί το μοτίβο του στοιχήματος, όπως και οι υπόλοιποι τρεις συγγραφείς και πρωτοτυπεί στο τέλος του έργου που όταν ο Ανδρόνικος χάνει το στοίχημα μαζί με το βασίλειό του και φυλακίζεται, η Αρετή, που τον έχει ερωτευθεί τον ελευθερώνει αν και τελικά παντρεύεται τον Κωνσταντή. Η μοίρα της είναι να μείνει με τους φρόνιμους, παρόλο που η τρέλα μπήκε στη ζωή της και την άλλαξε.
«Στόχος του συγγραφέα, σύμφωνα με τον Νίκο Χατζηπαππά που σκηνοθέτησε το έργο για το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων το 2008, είναι να σατιρίσει και να κριτικάρει τις πολιτικές καταστάσεις, οι οποίες έχουν από μόνες τους αντιστοιχίες με το σήμερα. Ο Κωνσταντής εμφανίζεται ως ο σύγχρονος τεχνοκράτης. Ο Μαυριανός ως μετριοπαθής πολιτικός. Ο Ανδρόνικος είναι ο εξτρεμιστής τρελός που αντιπροσωπεύει όχι τόσο την παρακμή αλλά την ελευθεριότητα, το γλέντι, τον έρωτα και την ξενοιασιά. Ουσιαστικά ο Θεοτοκάς ταυτίζεται με τον Ανδρόνικο και παρασυρμένος κάνει έναν ύμνο στον έρωτα, στην αγάπη και στην τρέλα».
Η θεατρική ομάδα του «Ερωτόκριτου» πέτυχε μια πιστή αναπαράσταση της βυζαντινής περιόδου όσον αφορά τα κοστούμια της Μαρίας Πουλιέζου και τα σκηνικά του Γιάννη Μήλεση. Η μουσική του Σταμάτη Φιλιακού ήταν συμβατή με το «κλίμα» του έργου. Η ερμηνεία του πουλιού των δημοτικών τραγουδιών, στο ρόλο του χορού που γνωρίζει και αναγγέλλει τα πάντα, από την Πέγκυ Θεοδωρίτση (τραγούδι-χορογραφία) ήταν πολύ καλή. Πολύ καλή ήταν επίσης η ερμηνεία του Φώτη Κοριανίτη στο ρόλο του Δούκα της Παροναξίας και των τριών μελών της συγκλήτου από τους Διονύση Τσουκαλά, Παναγιώτη Σπίνο και Παναγιώτη Καποδίστρια, ειδικά ο Καποδίστριας απέδωσε εκπληκτικά τον κωμικό του ρόλο. Εν κατακλείδι οι ερασιτέχνες ηθοποιοί συνολικά απέδωσαν με αξιοπρέπεια τους ρόλους τους και έδωσαν ζωή σε ένα δύσκολο αν και παιχνιδιάρικο κείμενο, γιατί…
…Ο βασιλιάς Αντρόνικος λεύτερος ταξιδεύει
Παιζογλεντίζει και γελά κι όλες σας χωρατεύει
Κι όλες μαζί σας αγαπά και καθεμιά σας χώρια.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΒΟΥΡΗ
ΦΩΤΟ 1. Οι συντελεστές της παράστασης
ΦΩΤΟ 2. Διαφήμιση της παράστασης του 1880.