Διονύσης Μουσμούτης:
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1918 η Γερμανία, προσδοκώντας μια δίκαιη ειρήνη, κατήργησε το μοναρχικό καθεστώς και μετατράπηκε σε Δημοκρατία, χωρίς όμως να είναι σαφές τι σήμαινε αυτή η «δίκαιη ειρήνη».
Η πλειοψηφία των Γερμανών είχε την ελπίδα ότι η Γερμανία θα παρέμενε ένα ενιαίο κράτος, διατηρώντας κατά το δυνατόν ανέπαφα τα εδάφη της, και ότι οι πολεμικές επανορθώσεις θα ήταν πολύ μικρές. Η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία αποτελούσε, εξάλλου, τη λογική συνέπεια της ιστορικής διαδρομής της Γερμανίας. Ήδη προ πενήντα ετών είχε θεσπιστεί στη χώρα το δικαίωμα ψήφου για όλους τους άνδρες άνω των 25 ετών. Αυτό που απέμενε το 1918 ήταν να επεκτείνουν όλα τα κρατίδια το δικαίωμα ψήφου και στις γυναίκες, καθώς και να ενισχύσουν τον ρόλο του Κοινοβουλίου. Το ζητούμενο ήταν περισσότερη δημοκρατία και όχι λιγότερη.
Η Γερμανία, παρά το ότι βγήκε με πολλά τραύματα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν κατάφερε ποτέ να αποσείσει το αυταρχικό της παρελθόν. Στην Βαϊμάρη, τη μικρή πόλη των 6.000 κατοίκων, που κρίθηκε πιο ασφαλής από το Βερολίνο, το Κοινοβούλιο θα ψηφίσει ένα επαμφοτερίζον Σύνταγμα το οποίο ουσιαστικά θα βοηθήσει στην ανάπτυξη του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Εκχωρώντας στον πρόεδρο του Ράιχ την εξουσία να αναλαμβάνει τον ρόλο του νομοθέτη σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, οι οποίες ήταν αρκετά ασαφείς, η Εθνοσυνέλευση θα ενισχύσει τον οπορτουνισμό των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης χάρισε μεν στους Γερμανούς περισσότερη πολιτική ελευθερία, αλλά, σε περίπτωση που οι καιροί άλλαζαν προς το χειρότερο, δεν θα ήταν σε θέση να τους τη διασφαλίσει.
Το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε στην ηττημένη Γερμανία εδαφικές παραχωρήσεις, μείωση του εξοπλισμού, δυσβάσταχτες οικονομικές επανορθώσεις. Αυτό όμως που ταπείνωσε και τραυμάτισε ηθικά τον γερμανικό λαό ήταν η απόδοση σε αυτόν της ευθύνης για τον πόλεμο, φορτώνοντάς τον ενοχές. Η υπογραφή της συνθήκης έγινε αιτία για εξεγέρσεις, προσπάθειες πραξικοπημάτων από νοσταλγούς της μοναρχίας και υποστηρικτές του ναζισμού. Επιπλέον, προκάλεσε καλπάζοντα πληθωρισμό, απεργίες, πείνα, εξαθλίωση.
Μετά τον θάνατο του προέδρου του Ράιχ Φρίντριχ Έμπερτ, τον Φεβρουάριο του 1925, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, το Εθνοφυλετικό Κόμμα της Ελευθερίας και το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, που τον μισούσαν όσο ήταν εν ζωή, δεν απέβαλαν το μίσος τους. Το ίδιο ίσχυε και για τους κομμουνιστές. Στις 26 Απριλίου 1925, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο υποψήφιος του «εθνικού μετώπου» έλαβε σχεδόν την απόλυτη πλειοψηφία. Η εκλογή του Χίντεμπουργκ δεν ισοδυναμούσε με δημοψηφισματική απόφαση υπέρ της παλινόρθωσης της μοναρχίας, αποτύπωνε ωστόσο τη λαϊκή διάθεση κατά της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπως την είχαν βιώσει οι Γερμανοί από το 1919 και μετά. Για τον πολιτικό χώρο της Δεξιάς, η εκλογή του Χίντεμπουργκ αποτελούσε ένα βήμα προς τα εμπρός. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για ένα βήμα που απομάκρυνε τη Γερμανία από τη Βαϊμάρη του 1919, αφού τα γεγονότα της άνοιξης του 1925 ισοδυναμούσαν με σιωπηρή συνταγματική αναθεώρηση, με μια επανίδρυση της Γερμανικής Δημοκρατίας σε συντηρητική βάση. H απομόνωση της Γερμανίας θα σταματήσει με τη Σύμβαση του Λοκάρνο (1925) και την είσοδό της στην Κοινωνία των Εθνών (1926). Το κραχ όμως της Γουόλ Στριτ, τον Οκτώβριο του 1929, θα οδηγήσει τη γερμανική οικονομία, που εξαρτάτο από εξωτερικά δάνεια, στην κατάρρευση. Tο 1930 πεθαίνει ο αρχιτέκτονας της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής Γκούσταβ Στρέζεμαν. O θάνατός του σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Ανεργία, φτώχεια, βία, διαφθορά και μια δημοκρατία που αγωνιούσε ήταν τα χαρακτηριστικά της γερμανικής κοινωνίας ως το 1933, οπότε ανέλαβε επίσημα την εξουσία ο Χίτλερ.
Όταν ο Χίτλερ πήρε την εξουσία το έδαφος ήταν ήδη έτοιμο από πολλές απόψεις. Ο αρχηγός των εθνικοσοσιαλιστών είχε πολύ πιο ακραίους στόχους από τους μορφωμένους της «Συντηρητικής Επανάστασης». Επειδή όμως μεταξύ τους υπήρχαν πολλά σημεία σύγκλισης, οι δεύτεροι αποτέλεσαν ένα είδος εφεδρικού στρατού για τους μάλλον ακαλλιέργητους εθνικοσοσιαλιστές. Το γεγονός ότι ο Χίτλερ κατανοούσε ενστικτωδώς τις δυνατότητες τις οποίες προσέφερε η ιδέα του «Ράιχ» είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας του. Τα τελευταία χρόνια πριν από το 1933 ο Χίτλερ δεν μιλούσε ανοιχτά για τον μεγάλο πόλεμο που είχε αποφασίσει να διεξαγάγει. Μιλούσε για «δουλειά και ψωμί», για τη συμφιλίωση της αστικής με την εργατική τάξη, για εθνικισμό και σοσιαλισμό, για τον τερματισμό της πάλης των τάξεων και του εμφυλίου πολέμου, για την κοινότητα του λαού. Αυτό το οποίο δεν έλεγε ήταν ότι το Ράιχ του δεν θα ήταν το ίδιο με το γερμανικό Ράιχ της μοναρχίας και της δημοκρατίας, δεν θα ήταν δηλαδή κράτος δικαίου, κράτος συνταγματικό.
Η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης (1918-1933) αναδύθηκε µέσα από τις στάχτες ενός µεγάλου πολέµου και διήρκησε δεκαπέντε χρόνια, ως το 1933 που καταλύθηκε µε την ανάδειξη του Χίτλερ σε καγκελάριο. Είχε να αντιµετωπίσει τις αντιφάσεις µιας χώρας που περνούσε από τη µοναρχία στη δηµοκρατία απροετοίµαστη, ηττηµένη και διηρηµένη. Οι δύο αρχηγοί του στρατού, ο Χίντεµπουργκ και ο Λούντεντορφ, έριξαν στην πλάτη των σοσιαλδηµοκρατών την ευθύνη για την υπογραφή της ταπεινωτικής για τη Γερµανία Συνθήκης των Βερσαλλιών, και κατά συνέπεια – έστω και µεταφορικά – την ευθύνη για την ήττα, «παραχωρώντας» τους µια εξουσία που τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσουν. Αποτέλεσε έργο των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, Κόμμα του Κέντρου, Φιλελεύθεροι). Αντιμετώπισε την κρυφή ή την απροκάλυπτη εχθρότητα των άκρων (ναζί, συντηρητικοί εθνικιστές, κομμουνιστές). Κλήθηκε να διαχειριστεί μια πρωτοφανή οικονομική κρίση υπό έναν ασφυκτικό διεθνή έλεγχο. Εκ των υστέρων συµπεραίνει κανείς πως είναι εντυπωσιακό και µόνο το ότι αυτή η «ανάπηρη» δηµοκρατία κατάφερε να επιβιώσει επί δεκαπέντε χρόνια αντιµετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους συντηρητικούς εθνικιστές, τους κοµµουνιστές και τις απανωτές επεµβάσεις των νικητών του πολέµου. Και µάλιστα, παρά τις τόσες κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισµός να γνωρίσουν στη χώρα του Γκαίτε πρωτοφανή άνθηση.
Προσέφερε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη και την άνθηση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Το ερώτημα παραμένει: η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού ήταν αναπόφευκτη;
Ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης είναι διευθυντής του περιοδικού «Ιστορία».