Στην Ευρώπη της Αναγέννησης των μέσων του 16ου αιώνα, αρχικά στο Νότο της και λίγο αργότερα και στην κεντρική και βόρεια πλευρά της, απλώθηκε μια «είδηση» που έμελλε να έχει μακρά ζωή και να επαναλαμβάνεται, αυτούσια ή μεταλλαγμένη, από γραφτό σε γραφτό, ιδίως σε κείμενα ταξιδιωτικά ή γεωγραφίας, που αναφερόταν στην «ανακάλυψη» στη Ζάκυνθο του τάφου του Κικέρωνα.
Σε μερικά μέρη η «είδηση» άρχισε να αμφισβητείται από τον 18ο αιώνα, αλλού η αμφισβήτηση περίμενε τον 19ο αιώνα και στα καθ’ημάς συνεχιζόταν να αναφέρεται ακόμα στον 20ο ή ακόμη και στον 21ο, διανθισμένη με το ερωτηματικό του «τι απέγινε ο τάφος;» και «ποιοί μας πήραν» τα κτερίσματα, που βρέθηκαν εκεί(1).
Ας αρχίσουμε, όμως, από την αρχή.
Ο Μάρκος Τούλιος Κικέρων ήταν Ρωμαίος δικηγόρος, πολιτικός, ρήτορας και στωικός φιλόσοφος. Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 106 π.Χ. στην οικογενειακή του έπαυλη στο Αρπίνο, ανάμεσα Ρώμη και Νάπολη και ιστορικά θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς και ρήτορες στη Λατινική γλώσσα.
Μαθήτευσε πλάι στους διασημότερους Ρωμαίους και Έλληνες νομικούς και φιλοσόφους της εποχής του στη Ρώμη, στην Ελλάδα και στην Μικρά Ασία και έγινε γρήγορα γνωστός και πλούσιος κερδίζοντας σημαντικές δίκες. Η φήμη που απέκτησε τον ώθησε στην πολιτική (όπως γίνεται συχνά) και σαν Ύπατος το 63 π.Χ. αποκάλυψε την συνομωσία του Κατιλίνα που σκόπευε την ανατροπή της Συγκλήτου, σώζοντας έτσι την Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Η Σύγκλητος, ευγνωμονούσα, τον ανακήρυξε «Πατέρα της Πατρίδος».
Ακραιφνώς δημοκρατικός απέκτησε ισχυρούς εχθρούς, μεταξύ των οποίων τον Ιούλιο Καίσαρα, του οποίου επιδοκίμασε τη δολοφονία στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ., θεωρώντας πως έτσι σωζόταν η Δημοκρατία.
Όμως, σύντομα διαπίστωσε πως η τυραννία συνεχιζόταν με άλλα πρόσωπα και ιδίως με τον Μάρκο Αντώνιο και πέρασε στην αντιπολίτευση εκφωνώντας στην Σύγκλητο τους περίφημους «Φιλιππικούς» του εναντίον του Αντωνίου, που ονομάστηκαν έτσι σε ανάμνηση των λόγων του Δημοσθένη κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας.
Στους εμφύλιους πολέμους, που ακολούθησαν, πήρε το μέρος του Οκτάβιου, θετού γιού του Ιούλου Καίσαρα, που το 27π.Χ., σαν ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας με το όνομα Αύγουστος, ήταν εκείνος που θα κατέλυε τη Δημοκρατία. Άλλωστε, όταν ο Οκτάβιος συμμάχησε με τον Μάρκο Αντώνιο και σχημάτισαν τη δεύτερη τριανδρία, στις προγραφές 300 διακεκριμένων πολιτών της Ρώμης που επακολούθησαν δεν μπόρεσε να προφυλάξει τον Κικέρωνα.
Όταν έμαθε τα περί προγραφής και αναζήτησής του από τους άνδρες του Αντωνίου, ο Κικέρων, μαζί με τον αδελφό του προσπάθησαν να περάσουν στη Μακεδονία για να ενωθούν με τις εκεί δυνάμεις του Βρούτου. Ομως στις 7 Δεκεμβρίου του 43π.Χ.,κοντά σε μία από τις επαύλεις του, στο Φόρμιο στον κόλπο της Γαέτας, στρατιωτική δύναμη σταλμένη από τον Αντώνιοτον συνέλαβε και τον εκτέλεσε επί τόπου.
Κατά τον Πλούταρχο, που στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι »(2), γραμμένο 150 χρόνια μετά τα συμβάντα, παραλληλίζει τον Κικέρωνα με το Δημοσθένη, το σώμα του ακρωτηριάστηκε και το κεφάλι και τα χέρια του στάλθηκαν στον Αντώνιο στη Ρώμη, που τα εξέθεσε στο βήμα της Συγκλήτου. Λέγεται ότι για εκδίκηση, η γυναίκα του Αντωνίου, Οκτάβια, τράβηξε τη γλώσσα του νεκρού, έξω από το στόμα που είχε εκφωνήσει τους λόγους εναντίον του άνδρα της, και την τρύπησε επανειλημμένα με την καρφίτσα της. Ωραία ήθη!
Ο Πλούταρχος δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την ταφή ή την καύση του σώματος του Κικέρωνα.
Ας προχωρήσουμε σε μερικές γενικές παρατηρήσεις, όποια αξία κι αν θέλουμε να τους δώσουμε:
Στην Αναγέννηση το ενδιαφέρον για την Αρχαιότητα, Ρωμαϊκή και Ελληνική, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής και γενικότερης έρευνας, που άνθησε τότε και που έφερε στον Ευρωπαϊκό χώρο τα αποτελέσματα που δικαίωσαν ακριβώς το όνομα που δόθηκε σ’εκείνη την ιστορική περίοδο. Αλλά από την άλλη μεριά, αυτό το ενδιαφέρον, όταν δεν βασιζόταν σε στέρεες ιστορικές πηγές, κατέληγε στη δημιουργία μύθων ή παραπλανητικών εντυπώσεων.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Αν και περιορισμένη σε κύκλους πολύ πιο στενούς, και ιδίως όσον αφορά την πολιτιστική της έκφανση, πολύ πιο ολιγάριθμους, ήταν φαινόμενο που υπήρχε από την Αρχαιότητα ακόμη. Η ευρεία χρήση και επικράτηση μίας γλώσσας, αρχικά της Ελληνικής, αργότερα της Λατινικής μέχρι, ουσιαστικά, τον 17ο αιώνα, διευκόλυνε τις σπουδές και την επικοινωνία των διανοούμενων, των περιηγητών, των εμπόρων μεταξύ τους, πέρα από τα στενά κρατικά όρια, τουλάχιστον μέσα στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο.
Ο τουρισμός, εννοούμενος σαν τα ταξίδια ανθρώπων που ενδιαφέρονταν να ιδούν και να μάθουν και που είχαν τη δυνατότητα να τα πραγματοποιήσουν, σε μέρη λίγο ως πολύ μακρινά και λίγο ως πολύ άγνωστα στο πλατύ κοινό, δεν είναι καθόλου σύγχρονο φαινόμενο. Εκείνο που κάνει τη διαφορά με το σήμερα είναι η ανάπτυξη αυτού του φαινομένου που διευκολύνθηκε από την εξέλιξη των μεταφορικών μέσων, των μέσων επικοινωνίας και της αγοραστικής δύναμης πλατειών στρωμάτων των σύγχρονων κοινωνιών, που ενδιαφέρονται όμως περισσότερο για απόλαυση διακοπών παρά για μάθηση. Έγινε έτσι αγαθό(;) ευρείας λαϊκής κατανάλωσης.
Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος για τα ταξίδια ήταν η ανάπτυξη της «βιομηχανίας» δημοσίευσης γεωγραφικών μελετών, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, χαρτών και άλλων συλλογών, που δεν ήταν πάντα (ή καλύτερα, που σπάνια ήταν) πρωτότυπες και αυθεντικές εργασίες. Έτσι, διάφορες «κοσμογραφίες» αναπαρήγαγαν κομμάτια ολόκληρα προηγούμενων εκδόσεων και συλλογών με στοιχεία κάθε άλλο παρά από πραγματικές εμπειρίες, προσπαθώντας να κάνουν το όλο έργο όσο πιο αληθοφανές ήταν δυνατόν.
Και όταν ολόκληρα τμήματα Γης ήταν ακόμη εντελώς άγνωστα, οι χάρτες και οι κοσμογραφίες της εποχής δεν δίσταζαν να σημειώνουν, για πληροφόρηση του αναγνώστη ή του ταξιδιώτη, «Hic sunt dracones» (Εδώ υπάρχουν δράκοντες) ή « Hic sunt leones» (Εδώ υπάρχουν λέοντες) ή ακόμα να απεικονίζουν διάφορα φανταστικά τέρατα.
Οι μύθοι έχουν σκληρό πετσί. Ετσι και γεννηθούν, δεν πεθαίνουν εύκολα και διαδίδονται σχεδόν αυτόνομα, χωρίς να χρειάζεται να φθάσουμε μέχρι του να ασπαστούμε τη σύγχρονη και αμφισβητήσιμη «Θεωρία των μιμιδίων»(3).
Μεταλλάσσονται όμως, ανάλογα με τα ρεύματα και τις διαπιστώσεις, μέχρι που να ξεθωριάσουν τόσο όσο που να μην τους μένει πια ίχνος αληθοφάνειας. Και τότε, κατά κάποιο τρόπο, βρυκολακιάζουν.
Στο θέμα που μας απασχολεί, τον τάφο του Κικέρωνα στη Ζάκυνθο, η είδηση για την «ανακάλυψη» του είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1547 σ’ένα γράμμα που δημοσιεύτηκε στην Βενετία από τον Δομινικανό μοναχό και φιλόλογο Fra Desiderius Lignamineus από τη Πάδοβα και που αναφέρει, σχηματικά, τα εξής:
Ο συγγραφέας επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο το Μάϊο του 1546, γυρίζοντας από την Κρήτη, και έμαθε ότι ένας Μινορίτης μοναχός, ο Fra Angelus από την Απουλία, σκάβοντας τα θεμέλια για ένα μοναστήρι πλάϊ στην καθολική εκκλησία της Παναγίας των Χαρίτων (Santa Maria ή Santa Madonna delle Grazie)(4), κοντά στη θάλασσα, τον Δεκέμβριο του 1544, βρήκε έναν αρχαίο τάφο.
Ο τάφος περιείχε μιαν επιτύμβια στήλη πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένη μια επιγραφή που παρά τα μισοσβησμένα και φαγωμένα από τα χρόνια γράμματά της, ο Lignamineus απέδωσε σαν: «Μ. ΤYLLI CICERO HAVE. ET TV TΕRTIA ANTΩNIA», δυο γυάλινες υδρίες, που η μεγαλύτερη περίεχε μια σκόνη, σαν στάχτη, και η μικρότερη ένα υγρό, καθώς και μερικά κόκκαλα. Η μεγαλύτερη υδρία, που ήταν οκτάγωνη, έφερε στη βάση της την επιγραφή «AVE MAR. TVL.». Ο συγγραφέας απεφάνθη ότι επρόκειτο για τον τάφο του μεγάλου ρήτορα Κικέρωνα, ότι η μεγάλη υδρία ήταν τεφροδόχος που περιείχε την τέφρα του και ότι η μικρή ήταν δακρυδόχος με τα δάκρυα των φίλων του.
Ο Lignamineus σχεδίασε τη στήλη και τις υδρίες, που τις αναπαρέστησε με ξυλογραφίες στην επιστολή του, η οποία ξαναδημοσιεύθηκε το 1557 στην Πάδοβα ή στην Βενετία σαν τμήμα μιας πλακέτας 6 σελίδων, μαζί με μια δεύτερη επιστολή, αναφερόμενη στο ίδιο θέμα, και με τέσσερα ποιήματα. Οι επιστολές ή η πλακέτα ολόκληρη ξαναδημοσιεύθηκαν επανειλημμένα, από διάφορους συγγραφείς, σε διάφορα κείμενα, σε διάφορες πόλεις. Έτσι η είδηση άρχισε πια να κυκλοφορεί ευρύτατα στη Νοτιότερη Ευρώπη, πριν ανέβει προς Βορράν.
Καλό είναι λοιπόν να δώσουμε εδώ, χρονολογικά μερικές από τις διάφορες δημοσιεύσεις έργων που σώζονται, που αναφέρονται σ’αυτό το ζήτημα και που έχουν ενδιαφέρον για τη συζήτησή μας:
1547, στη Βενετία, δημοσιεύεται η πρώτη επιστολή του Lignamineus(5) με το περιεχόμενο που αναφέρεται πιο πάνω και που απευθύνεται σε κάποιον Hieronymus, γιό Ioanni Bapt.
Privitelius Coenetensis. Δίνει λεπτομέρειες σχετικά με την ανακάλυψη του μνημείου και των κτερισμάτων του και επιδίδεται σε μια εντελώς υποθετική περιγραφή για το πώς και γιατί τα μέλη του νεκρού έφθασαν στην Ζάκυνθο φερμένα από την σύζυγό του, Tertia Antonia που τα
αποτέφρωσε κλπ., κλπ. Όλα αυτά χωρίς καμία ιστορική βάση και κανένα τεκμήριο. Η ίδια η Tertia Antonia, όταν αργότερα πέθανε, πάντα κατά τον Lignamineus, θάφτηκε στο ίδιο μνήμα.
Ο Άγγλος έμπορος και περιηγητής John Locke που πέρασε από τη Ζάκυνθο πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα το 1553, γράφει πως επισκέφτηκε εκεί το καθολικό μοναστήρι Santa Maria della Croce (της Παναγίας του Σταυρού), που μνημονεύεται για πρώτη φορά. Λέει, πάντως, ότι είδε εκεί τον τάφο του Κικέρωνα, που τον περιγράφει σαν μακρύ, στενό και βαθύ, μέσα στον οποίο βρέθηκαν οι δύο γυάλινες υδρίες. Αναφέρει και τη γνωστή επιγραφή. Και επιδίδεται σε μια σειρά συμπερασμάτων, όχι υποθέσεων, με μόνη βάση και, πιθανότατα πηγή τα γράμματα του Lignamineus: ότι η Tertia Antωnia της επιγραφής ήταν η σύζυγος του Κικέρωνα, που έφερε στη Ζάκυνθο «το κεφάλι και τον βραχίονα του άνδρα της» τα οποία αποτέφρωσε και των οποίων η τέφρα φυλάχτηκε στην τεφροδόχο, ενώ η μικρή δακρυδόχος περιείχε τα δάκρυα των φίλων του Κικέρωνα. Και κατέληγε πως η σύζυγος του Κικέρωνα τάφηκε εκεί αργότερα εφ’ω και η προσθήκη του ονόματός της στην επιγραφή από άλλο χέρι και σε άλλο τύπο γραφής (το Ω στο Antωnia κλπ)(6).
Το πρόβλημα βέβαια, ανάμεσα στ’άλλα, είναι ότι ιστορικά είναι γνωστές η πρώτη σύζυγος του Κικέρωνα Terentia και η δεύτερη Publilia και τίποτα δεν αναφέρεται περί τρίτης συζύγου.
1556, ο Lignamineus δημοσιεύει στην Πάδοβα μια δεύτερη επιστολή, με το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο της πρώτης, που απευθύνεται σε κάποιον Hieronymus Mercatellus Venetus εφημέριο της εκκλησίας της Πάδοβας με την ημερομηνία Padova, 1556, και την ένδειξη « ex Museo nostro ».
Την ίδια χρονιά, ο Λιγουριανός κληρικός, ζωγράφος και μουσικός Pellegrino Brocardi πέρασε από τη Ζάκυνθο πηγαίνοντας στην Αίγυπτο και αφήνει χειρόγραφες αναμνήσεις που δημοσιεύτηκαν, μαζί με άλλα χειρόγραφα ταξιδιωτών, το 1803 από τον εκδότη Jacopo Morelli(7). Αναφέρεται εκεί ότι «ο μοναχός, φύλακας της Παναγίας» του έδειξε μια ταφόπλακα «από πέτρα όμως» πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένη η γνωστή επιγραφή. Μαζί με την ταφόπλακα υπήρχε μια γυάλινη υδρία που έφερε στο βάθος της την επιγραφή «TVL. CICERO» και « μέσα σ’αυτήν μια άλλη επίσης γυάλινη, πιο μικρή, που περιείχε στάχτες ».
Ο Morelli σε υποσημείωση εξηγεί αρκετά λεπτομερώς τα περί του τάφου μνημονεύοντας τις δημοσιεύσεις του Lignamineus και μερικές από τις αναδημοσιεύσεις που ακολούθησαν. Στέκεται στο γεγονός ότι η επιγραφή στην μεγάλη υδρία κατά τον Brocardi ήταν «TVL. CI-CERO» ενώ κατά τον Lignamineus ήταν «AVE MAR. TVL.».
Το 1556 επίσης, στο Παρίσι, ο Γάλλος Φραγκισκανός αβάς (ιερέας), περιηγητής, χαρτογράφος και γεωγράφος André Thevet δημοσιεύει το έργο του « Κοσμογραφία της Ανατολής»(8) όπου, ενώ αναφέρεται στη Ζάκυνθο, που ονομάζει «l’ile de Legente », δεν μιλάει καθόλου για τον τάφο του Κικέρωνα, αλλά επίσης δεν ξεκαθαρίζει αν, στο ταξίδι που έκανε το 1549 και στο οποίο αναφέρεται σ’αυτό το βιβλίο, επισκέφτηκε καν τη Ζάκυνθο. Από τα συμφραζόμενα μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι δεν μπόρεσε να την επισκεφτεί. Αναφέρομαι σ’αυτό το έργο του Thevet, γιατί θα ασχοληθούμε λεπτομερώς μ’αυτόν και μ’αυτό το ζήτημα πιο κάτω.
Τον επόμενο χρόνο, στην Πάδοβα ή στη Βενετία, δημοσιεύεται η εξασέλιδη πλακέτα του Lignamineus με την επανέκδοση της πρώτης επιστολής μαζί με τη δεύτερη, τις ξυλογραφίες που αναπαριστούν τα ευρήματα και τα τέσσερα ποιήματα(9).
1563, στη Λουβέν, ο Φλαμανδός ιερέας και φιλόλογος Hugo Favolius δημοσιεύει έμμετρο έργο περιγράφοντας το ταξίδι που έκανε στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κωνσταντινούπολη (10)και όπου, ανάμεσα σε πολλά άλλα, αναφέρει ότι πέρασε από τη Ζάκυνθο, όπου : «στο μέσο της πόλης είδαμε έναν αρχαίο ναό και πιο πέρα έναν άλλο, μαρμάρινο, αφιερωμένο σε μία χθόνια Θεότητα. Μέσα σ’αυτόν το δεύτερο, και ενώ τα μάτια μας παρατηρούν κάθε λεπτομέρεια και ο πιστός φύλακας, ανοίγοντας τα μνημεία των αρχαίων, μας εντυπωσιάζει περιγράφοντας μας διάφορα εκπληκτικά πράγματα, μας παρουσιάζει μια μικρή υδρία του Θείου Κικέρωνα, και μας δείχνει το μέρος και την άποψη του τάφου του, αποτελούμενου από σχήματα σκαλισμένα στο μάρμαρο, όπως φαίνεται στις επόμενες σελίδες». Οι δύο επόμενες σελίδες αναπαρήγαγαν τις ξυλογραφίες του Desiderius.
1589, στη Φρανκφούρτη, ο Σιλεσιανός διανοούμενος Siegfried Rybisch δημοσιεύει μελέτη του(11) που αναφέρεται στα μνημεία ενδόξων ανδρών του παρελθόντος. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνει, βέβαια, και τον Κικέρωνα, αλλά δεν μιλάει καθόλου για τον υποτιθέμενο τάφο του στη Ζάκυνθο.
Ο Γάλλος γεωγράφος, λατινιστής και διανοούμενος François de Belleforest δημοσιεύει στο Παρίσι μετάφραση στα Γαλλικά επιστολών του Κικέρωνα(12). Αφιερώνει το έργο του στον μέντορά του, André Thevet (που είδαμε ήδη), και που ελπίζει ότι θα τον βοηθήσει να αναγνωριστεί από τους ισχυρούς διανοητές της εποχής σαν άξιο μέλος του κύκλου τους.
Στην αφιέρωσή του, με ημερομηνία 1η Ιουνίου 1566, γραμμένη στο πρώτο πρόσωπο και απευθυνόμενη στον Thevet, ανάμεσα σε άλλα περί Κικέρωνα, τον ευχαριστεί για το ό,τι του αποκάλυψε την «ανακάλυψη» που έκανε του τάφου του Κικέρωνα στη Ζάκυνθο. Αναφέρει μάλιστα τις διάφορες λεπτομέρειες του τάφου, όπως, καθώς λέει, του τις διηγήθηκε ο Thevet, που σε συντομία ήταν ως εξής: Ο τάφος ήταν μαρμάρινη κατασκευή από ταφόπετρα στηριγμένη σε τέσσερες κολώνες, μέσα στην οποία υπήρχαν τρεις υδρίες που η κάθε μια έφερε τα τρία γράμματα « M.T.C ».Η ταφόπετρα έφερε επιγραφή μισοσβησμένη από τα χρόνια, όπου όμως ο Thevet μπόρεσε να διαβάσει το όνομα του Κικέρωνα πιστοποιώντας έτσι ότι το όλον επρόκειτο για το μνημείο του μεγάλου Ρωμαίου ρήτορα.
Εμφανίζεται λοιπόν ο Belleforest σαν ο διαφημιστής της «ανακάλυψης» του Thevet ενώ ο ίδιος στο έργο που δημοσίευσε δέκα χρόνια πιο πριν και που μνημονεύσαμε πιο πάνω, δεν αναφέρει καν, όπως είδαμε, για επίσκεψη στη Ζάκυνθο και ακόμη πιο παράξενο, τίποτα για την τόσο ενδιαφέρουσα εκεί «ανακάλυψη» του.
Το 1575, ο André Thevet δημοσιεύει στο Παρίσι το έργο του «Γενική Κοσμογραφία»(13) όπου μεταφέρει, υιοθετώντας τα, τα περί της «ανακάλυψης» του τάφου, όπως τα ανέφερε εννέα χρόνια πριν ο Belleforest στην αφιέρωση για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Για να κάνει, όμως, την όλη ιστορία πιο αξιόπιστη και αληθοφανή προσθέτει ότι η απ’αυτόν «ανακάλυψη» ή η «αποκάλυψη» ότι επρόκειτο για τον τάφο του Κικέρωνα έγινε, σε ταξίδι που έκανε στη Ζάκυνθο το 1549, παρουσία Γερμανών και Πολωνών που συμμετείχαν σ’αυτό καθώς και Ελλήνων και Τούρκων που βρέθηκαν εκεί. Ότι οι κίονες που υποστήριζαν την ταφόπλακα ήταν Δωρικού τύπου, ότι οι τρεις υδρίες είχαν ύψος δύο ποδιών και υπογραμμίζει το ότι η επιγραφή ήταν πολύ δύσκολο να διαβαστεί γιατί τα γράμματα της ήταν αλλοιωμένα από τον χρόνο.
Σήμερα όμως ξέρουμε, από την μελέτη και ανάλυση του όλου συγγραφικού έργου του The-vet από τον Γάλλο καθηγητή φιλολογίας του Γαλλικού 16ου αιώνα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Frank Lestringant(14), ότι αυτή η συγκεκριμένη Κοσμογραφία ήταν σε μεγάλο βαθμό γραμμένη από τον Belleforest, ο οποίος την ίδια χρονιά εξέδωσε στο Παρίσι μιαν άλλη Κοσμογραφία με το όνομά του, με τον ίδιο περίπου τίτλο και, ουσιαστικά, με το ίδιο περιεχόμενο(15).
Αλλά, όπως θα ειδούμε πιο κάτω, έπεται συνέχεια.
1581, εκδίδεται, στη Λυών, το εμπεριστατωμένο έργο του πολυμαθούς, ιστορικού, ποιητή και δικαστικού Claude Guichard σχετικό με τους τρόπους και τα ήθη ταφής των αρχαίων(16), όπου ο συγγραφέας κατακεραυνώνει τον Thevet για τις πλαστές επιγραφές που περιέχει η Κοσμογραφία του σχετικά με τους υποτιθέμενους τάφους του Περιάνδρου, της Αρτεμίσιας, του Διομήδη και άλλων και τον ειρωνεύεται για τους τάφους της Αρτεμίσιας ή για το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, που διατείνεται ότι είδε, δείχνοντας έτσι την ελλιπή κλασσική παιδεία του ερασιτέχνη αρχαιολόγου και κοσμογράφου Thevet.
Αλλά δεν αναφέρει καθόλου τα περί του τάφου του Κικέρωνα και της επιγραφής του.
Τρία χρόνια αργότερα, το1584, ο André Thevet δημοσιεύει στο Παρίσι το έργο του για τους βίους ενδόξων ανδρών(17) όπου, στο κεφάλαιο που αφιερώνει στη ζωή και το έργο του Μάρκου Τούλιου Κικέρωνα, αναφέρεται στην «ανακάλυψή» του του τάφου στη Ζάκυνθο, που τώρα ονομάζει Lépante και όπου οι υδρίες από τρεις γίνονται δύο.
1586-1588, ο Thevet δημοσιεύει στο Παρίσι το τελευταίο του έργο(18) και αναφέρει ξανά τα
περί του τάφου, που αυτός «ανακάλυψε».
Και αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα: «Βρήκα στη Ζάκυνθο τον τάφο του μεγάλου και φημισμένου ρήτορα Κικέρωνα, αληθινού πατέρα της λατινικής
ρητορείας, σ’ενα παρεκκλήσι, στο υπόγειο του οποίου βρέθηκε πριν μερικά χρόνια τάφος φυσιολογικών διαστάσεων, τόσο στο μήκος όσο και στο πλάτος, κατασκευασμένος σύμφωνα με την αρχαία τεχνοτροπία, που στηρίζεται σε τέσσερες Δωρικούς μαρμάρινους κίονες. Και για να μας ευχαριστήσουν μας άνοιξαν το υπόγειο (το θεωρούν αυτό πράγμα πολύτιμο και από τα πιο σπάνια που μπορεί κανείς να δει) και είδαμε τρείς τεφροδόχους από γυαλί, πάχους δυο δακτύλων και ύψους δυο ποδιών περίπου με τέφρα, καλά κλεισμένες και σφραγισμένες, πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένα τα γράμματα Μ.Τ.C. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν πιθανό αυτό που οι Έλληνες και οι Λατίνοι νησιώτες μου είχαν πει και επιβεβαιώσει, δηλαδή ότι ήταν η τέφρα του μεγάλου ρήτορα, το πτώμα του οποίου μεταφέρθηκε εδώ μετά τη δολοφονία του και αποτεφρώθηκε σύμφωνα με τα ήθη των Αρχαίων».».
Οι υδρίες ξανάγιναν λοιπόν τρεις, αλλά στην συνέχεια αλλάζει ξανά τη διήγησή του και σημειώνει απλώς, ότι σαν μέλος ομάδας επισκεπτών διαφόρων εθνικοτήτων, επισκέφτηκε τα αξιόλογα μνημεία που βρίσκονταν στη Ζάκυνθο και ανάμεσά τους τον περίφημο τάφο.
Έτσι η τόσο πολύ διατυμπανισμένη «ανακάλυψη» καταλήγει στο τέλος να μην είναι παρά η επιβεβαίωση από τον Thevet της «τακτοποίησης» του τάφου.
Τα περισσότερα από τα στοιχεία σχετικά με τον Thevet και την «ανακάλυψη» του τάφου, που αναφέρονται σ’αυτήν τη μελέτη, τα οφείλω σε σχετική ανακοίνωση του καθηγητή Frank Lestringant(19).
Το 1595, o Φλαμανδός Johannes Schwallart δημοσιεύει την περιγραφή του ταξιδιού του στα Ιεροσόλυμα(20) και λέει ότι πέρασε από τη Ζάκυνθο το 1586, όπου επισκέφτηκε το μοναστήρι Santa Annuntiata. Και αναφέρει συγκεκριμένα : «Λέγεται ότι θεμελιώνοντας τα τείχη αυτού του μοναστηριού βρέθηκαν δυο υδρίες σε έναν τάφο, μια από τις οποίες περιείχε τις στάχτες του Μ. Τ. Κικέρωνα και η άλλη υγρό, που θεωρήθηκε πως ήταν τα δάκρυα των φίλων του…. Πάνω στο κάλυμμα του τάφου φτιαγμένο από μια τετράγωνη πέτρα ήταν σκαλισμένο «Μ. Τul. Cicero Lave, & tu Ieptia Antonia»(sic) και στην υδρία με την τέφρα ήταν γραμμένο πάνω στο γυαλί «Ave. Mar. Tul.» και γ’ αυτό πιστεύεται ότι είχε μεταφερθεί εκεί το σώμα του Κικέρωνα».
Η περιγραφή αυτή, βέβαια, δεν μπορεί παρά να γεννά ερωτηματικά όσον αφορά την αλήθεια των όσων αναφέρει, στα οποία άλλωστε δεν δείχνει να πιστεύει και ο ίδιος.
Βασιζόμενος σ’αυτές τις αναφορές του Schwallart ο Αγγλος περιηγητής George Sandys αναφέρει τον τάφο στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις που δημοσίευσε το 1621(21), λέγοντας ότι πέρασε από τη Ζάκυνθο το 1610.
1615, στο Άμστερνταμ, ο Ολλανδός γεωγράφος και χαρτογράφος Petrus Bertius δημοσιεύει
σε επτά βιβλία έργο αρκετά λεπτομερές με τις τελευταίες γεωγραφικές γνώσεις(22), όπου αφιερώνει δύο σελίδες στη Ζάκυνθο. Μία για την περιγραφή της και μία με τον χάρτη της. Μπορεί ο τελευταίος να απέχει πολύ της πραγματικότητας και η πρώτη να ασχολείται με λεπτομέρειες τραβηγμένες από τους αρχαίους ή, εν πάση περιπτώσει, από προηγούμενους
συγγραφείς, αλλά δεν παραλείπει να αναφερθεί στα του τάφου του Κικέρωνα και να δώσει την περίφημη επιγραφή.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Ολλανδός περιηγητής και φιλόλογος Jean Cootwyck δημοσιεύει στην Αμβέρσα τις εντυπώσεις του από το ταξίδι που έκανε στα Ιεροσόλυμα το 1598 (23) και βεβαιώνει πως είδε το μνημείο του Κικέρωνα, όχι στη Ζάκυνθο αλλά στο ανάκτορο Contarini στη Βενετία.
Το 1621, στην Νυρεμβέργη, ο Γερμανός περιηγητής και έμπορος Christoph Fürer von Hei-mendorff δημοσίευσε τις εντυπώσεις του από το ταξίδι που έκανε στη Μέση Ανατολή(24), κατά το οποίο πέρασε από τη Ζάκυνθο τον Αύγουστο του 1565. Εκείνο που αναφέρει σχετικά μ’αυτή την επίσκεψη είναι ότι είδε τον τάφο του μεγάλου ανατόμου Βεζάλ στο μοναστήρι Mariae de Gratia, αλλά ούτε λόγος περί τάφου του Κικέρωνα.
1678, ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Jacob Spon δημοσιεύει στη Λυών τις εντυπώσεις του από το ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα μαζί με τον Άγγλο κληρικό, ιστορικό και διανοούμενο (αργότερα Sir) George Wheler(25). Επισκέφτηκαν τη Ζάκυνθο το 1675 και αναφέρει συγκεκριμένα τα εξής: «Πάνω από την πόλη πηγαίνοντας προς το Κάστρο, υπάρχει μία εκκλησία του Αγίου Ηλία(26) όπου σύμφωνα με τις γραφές κάποιων, βρήκανε τον τάφο τού Κικέρωνα και της συζύγου του Τερέντιας-Αντωνίας, αλλά εμείς δεν παρατηρήσαμε τίποτα άλλο εκτός από μία πηγή ύδρευσης στο βάθος ενός βράχου. Δεν μπόρεσα να μάθω κανένα νέο για τα λοιπά, μια και εκεί δεν υπήρχαν άτομα με περιέργεια όπως στην Κέρκυρα»(27).
Ο ίδιος ο George Wheler δημοσιεύει, με τη σειρά του, το 1682 τις εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα με τον Jacob Spon(28) και αναφερόμενος στην επίσκεψη στη Ζάκυνθο, σημειώνει σχεδόν επί λέξει, ό,τι και ο Spon : «Πάνω από την πόλη, στο δρόμο που πηγαίνει στο κάστρο βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ηλία. Είναι πολύ ευχάριστο μέρος … και πολύ αξιοσημείωτο λόγω της φήμης του τάφου του Κικέρωνα που, όπως αναφέρουν μερικοί είχε βρεθεί εκεί με μίαν επιγραφή η οποία ανέφερε αυτόν και την γυναίκα του Tertia Antonia. Από αυτόν δεν απομένει παρά η βάση μιας υδρίας από πορφυρίτη».
Δυο άλλα βιβλία Άγγλων περιηγητών αναφέρονται στη Ζάκυνθο και δεν παραλείπουν να αφιερώσουν λίγες γραμμές στα περί του τάφου. Εν πρώτοις εκείνο των S. Smith και B. Walford(29), που εκδόθηκε το 1701 και επαναλαμβάνει εν συντομία τα γνωστά μας.
Και ύστερα, το βιβλίο των ταξιδιωτικών εντυπώσεων του Alexander Drummond(30), που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1754 και στις σελίδες του περί Ζακύνθου αναφέρει: «Πολλοί έχουν βεβαιώσει πως ο Κικέρων και η σύζυγός του Τέρτια Αντωνία είχαν ταφεί σ’αυτό το νησί και ότι ο τάφος τους μπορεί να ειδωθεί κοντά στη μάντρα της εκκλησίας του Αγίου Ηλία. Πήγα προς τα κει….Αλλά ύστερα από λεπτομερή αναζήτηση το μόνο που μπόρεσα να διαπιστώσω ήταν πως οι αρχαιολόγοι φίλοι μου από τη Βενετία έκαναν λάθος γιατί τίποτα τέτοιο, ούτε μία πέτρα, ούτε ένα γράμμα δεν υπήρχε. Ο πάπα Κατήφερος (sic) με βάση την ίδια πληροφόρηση, έκανε την ίδια αναζήτηση και κατέληξε στην ίδια απογοήτευση».
1756, ο ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου Balthassar-Maria Remondini σε κείμενό του σχετικό με τη Ζάκυνθο, που δημοσίευσε στη Βενετία(31), ασπάζεται πλήρως τις θέσεις του Lignamineus για τον τάφο και προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα της Τέρτιας Αντωνίας, για την οποία ο Lignamineus ενώ παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τίποτα, την αναφέρει σαν σύζυγο του Κικέρωνα.
Καταλήγει λοιπόν ο Remondini, χωρίς να δίνει τις πηγές του, ότι η Τέρτια Αντωνία ήταν συγγενής του εξόριστου στην Κεφαλονιά Ρωμαίου Γάιου Αντώνιου, θείου του Μάρκου Αντωνίου, που είχε εκλεγεί Υπατος μαζί με τον Κικέρωνα. Έμεινε στην περιοχή και μετά την επιστροφή του Γάιου Αντωνίου στη Ρώμη και όταν πέθανε την έθαψαν στο μνημείο του Κικέρωνα. Και εξηγεί την τοποθέτηση της σορού της εκεί σαν μια διαμαρτυρία για την αποτρόπαια πράξη της οικογένειάς της και επίσης σαν μια προσπάθεια προστασίας του τάφου από πιθανή σύληση. Τα συμπεράσματα αυτά του Remondini ακολουθούν πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς και ιδίως, από τους δικούς μας, ο Χιώτης.
1811, δημοσιεύεται στο Παρίσι το γνωστό έργο του διάσημου Γάλλου συγγραφέα και πολιτικού Σατωβριάνδου, σχετικό με το ταξίδι που έκανε το 1806 από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα(32) όπου αναφέρεται σύντομα στη Ζάκυνθο για να πει: «μέχρι που λέγεται ότι βρέθηκε εκεί η τέφρα του Κικέρωνα».
Το 1815, ο Γάλλος, στην υπηρεσία της Πρωσίας, Max. Samson Friedrich Schöll, δημοσιεύει στο Παρίσι την ιστορία του της Ρωμαικής φιλολογίας(33), όπου αναφέρει διάφορους περιηγητές, διανοούμενους κλπ. που έγραψαν σχετικά με τον τάφο για να εκφράσει τις σοβαρές αμφιβολίες του για την ύπαρξη ή τουλάχιστον την αυθεντικότητά του.
Πέρα από μερικούς από εκείνους με τους οποίους ασχοληθήκαμε πιο πάνω (αρχίζοντας, βέβαια, με τον Lignamineus), ονομάζει έναν Pierre Schryver (Scriverius), ο οποίος με τη σειρά του αναφέρει τον Ολλανδό περιηγητή Jean van Balen, που βεβαιώνει ότι είδε το μνημείο το 1545 στη Ζάκυνθο, και τον P. Burman II(34). Εκεί αναφέρεται και κάτι εντελώς καινούργιο. Ότι στον τάφο, επί πλέον της γνωστής επιγραφής, ήταν σκαλισμένοι οι εξής στίχοι: « Ille oratorum princeps, et gloria linguae/Romanae, jacet hac cum conjuge Tullius urna/Tullius ille, inquam, de se quiscripserat olim/O fortunatum natam me consule Romam ».
Αφήνω το κείμενο όπως το βρήκα και μεταφράζω: «Αυτός ο άνδρας, πρίγκιπας των ρητόρων και δόξα της Ρωμαικής γλώσσας, ο Τούλιος,/εδώ κείται, μαζί με τη σύζυγό του, σ’αυτή την υδρία που βλέπετε./Αυτός ο Τούλιος, σας λέγω, που κάποτε έγραψε για τον εαυτό του/ Ω ευτυχής Ρώμη, που γεννήθηκες κάτω από την Υπατία μου»).
Τελειώνει τις αναφορές του αυτές με την παρατήρηση που ήδη σημειώσαμε, ότι δεν στοιχειοθετείται ιστορικά η ύπαρξη τρίτης συζύγου του Κικέρωνα.
1815, δημοσιεύονται στο Λονδίνο οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα κλπ, του Άγγλου γιατρού και περιηγητή (αργότερα Sir) Henry Holland(35) στο οποίο ασχολείται διεξοδικά με τη Ζάκυνθο που επισκέφτηκε τρεις φορές το 1812 και 1813. Αναφέρεται, βέβαια και στον τάφο του Κικέρωνα, για να αμφισβητήσει την ιστορικότητα της ύπαρξης του τάφου στη Ζάκυνθο με τα λόγια: « η υπόθεση είναι πάντως πολύ αβέβαιη και δεν τεκμηριώνεται από ιστορικές μαρτυρίες».
Δημοσιεύεται στη Λουβαίν το 1838, το εγχειρίδιο της ιστορίας της Ρωμαϊκής φιλολογίας του Johann Chr. Felix Bähr(36), όπου ο συγγραφέας αναφέρει: «Θεωρήθηκε, λανθασμένα, σαν τάφος του Κικέρωνα ένα νεκρικό μνημείο με μιαν επιγραφή σχετική με τον Ρωμαίο ρήτορα, που βρέθηκε, όπως ειπώθηκε, το 1544, στη νήσο Ζάκυνθο, αφού είναι πιο πιθανό να θάφτηκε σε κάποια από τις εξοχικές επαύλεις του».
1840, ο Γερμανός περιηγητής Herman von Pükler-Muskau δημοσιεύει στη Στουτγάρδη το βιβλίο του «Νοτιοανατολική Πινακοθήκη»(37) με τις αναμνήσεις του από το ταξίδι που έκανε το 1836. Αναφέρει στο περί Ζακύνθου κεφάλαιό του: «Αξιοσημείωτο θεωρώ ακόμα, από άποψη αρχαιολογική, ότι βρέθηκε στη Ζάκυνθο κατά τον δέκατο έκτο αιώνα (ο θεός ξέρει πώς) μια σαρκοφάγος. Από την επιγραφή της M.T. CICERO. HAVE. ET. TV. TERTIA. ANTONIA. συνάγουν ότι περιείχε τη στάχτη του Κικέρωνος, που μεταφέρθηκε εδώ μετά τη σφαγή στην έπαυλη της Φόρμια».
Το 1899, δημοσιεύεται το πολύ λεπτομερές έργο για τη Ζάκυνθο του Γερμανού καθηγητή Bernard Schmidt(38) στο οποίο αφιερώνει 7 σελίδες στο θέμα μας. Μιλάει διεξοδικά για όσα ήδη ξέρουμε για την ανακάλυψη του τάφου, για τις σχετικές αναφορές σε διάφορες μελέτες, αρχίζοντας με τον Lignamineus, συνεχίζοντας με τον Remondini, αναφέροντας και τον Spon, για να προχωρήσει σε μια κριτική ανάλυση της όλης ιστορίας στην οποία αξίζει να αφιερώσουμε λίγο χρόνο.
Γράφει λοιπόν: «Αν αναρωτηθεί κανείς τώρα, για τη στάση της Δύσης απέναντι στην ανακοίνωση του Lignamineus, θα διαπιστώσει ότι αρχικά, αυτή έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό, ο οποίος εκφράστηκε με σειρά λατινικών επιγραμμάτων. Στη διάρκεια του αιώνα μας φαίνεται ότι κανείς δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να χαρακτηρίσει τη θεωρία αυτή ως απροκάλυπτο ψεύδος, καυτηριάζοντας τον συγγραφέα της σαν άνθρωπο ο οποίος, όσον αφορά τη θρασύτητα της παραποίησης, ξεπερνά ακόμη και ένα Ligorius ή ένα Fourmont(39). Εύκολα γίνονται κατανοητοί τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί. Η ίδια η είδηση είναι τόσο περίεργη και απίστευτη, ώστε να προκαλεί τις εντονότερες αμφιβολίες οποιουδήποτε πνεύματος με κριτική διάθεση. Δεν ήταν δύσκολη η δημιουργία της υποψίας ότι το πυκνό σκότος που κάλυπτε τον τάφο του διάσημου Ρωμαίου, έδωσε την ευκαιρία σε έναν καλλιεργημένο απατεώνα να διαδώσει στον κόσμο το παραμύθι της ανακάλυψής του, με σκοπό να προκαλέσει ενδιαφέρον γύρω από το όνομά του.
Εν τούτοις, ο Lignamineus έχει σαφώς αδικηθεί. Όσοι τον επικρίνουν, θα έπρεπε να απαντήσουν στο ακόλουθο ερώτημα: για ποιό λόγο κατέληξε να τοποθετήσει την «ανακάλυψή» του σε ένα νησί τόσο απομακρυσμένο από τη σκηνή της δολοφονίας του
Κικέρωνα, αλλά και να συνδυάσει το όνομα του τελευταίου με αυτό μιας εντελώς άγνωστης γυναίκας. Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση».
Και συνεχίζει πιο κάτω: «Γεγονός παραμένει ότι η επιγραφή αυτή θα μπορούσε να ήταν πλαστή, αν και η παραποίηση κειμένων χαραγμένων στην πέτρα είναι πολύ δυσκολότερη από ό,τι στο απλό χαρτί, και ως εκ τούτου, η εμφάνιση τέτοιων είδους παραχαράξεων είναι πολύ
σπάνια. Με τη διαφορά ότι όλα τα στοιχεία της επιγραφής αυτής δημιουργούν αίσθηση γνησιότητας, όπως άλλωστε με διαβεβαίωσε και ένας έγκριτος ειδικός στον τομέα της Ρωμαϊκής Επιγραφικής, ο Franz Bücheler από τη Βόννη, ο οποίος μάλιστα εφιστά την προσοχή στην ορθή απόδοση του ονοματικού τύπου «Tertia Antonia» (όπου το «Tertia» αντιστοιχεί στο κύριο όνομα), για την οποία δεν θεωρεί ικανό κανένα παραχαράκτη.
Κατά τα λοιπά και ο Bücheler αποκλείει οποιαδήποτε σχέση της επιγραφής με τον διάσημο Κικέρωνα: βλέπει σε αυτή μια συνηθισμένη ταφική επιγραφή, προερχόμενη από την πρώτη περίοδο της Αυτοκρατορικής Ρώμης, και θεωρεί ως πιθανότερη εκδοχή ότι το κύριο όνομα και το όνομα της γενεάς, «M. Tullius», έδωσαν την αφορμή να διαβαστεί το κακοδιατηρημένο επίθετο ως αυτό του μεγάλου ρήτορα, το οποίο άλλωστε θα μπορούσε να είχε κάποιες εξωτερικές ομοιότητες.
Η υπόθεση αυτή είναι, ίσως, και η πλησιέστερη στην αλήθεια».
Και καταλήγει, αναφερόμενος έμμεσα στις φήμες ότι το μνημείο είχε ειδωθεί στη Βενετία, ότι: «αν οι γραμμές αυτές παρακινήσουν κάποιους σε σχετικές έρευνες στη Βενετία, αυτό θα σήμαινε ότι δεν έχουν γραφτεί μάταια». Αλλά σε υποσημείωσή του παραδέχεται ότι έρευνες που έγιναν εκεί κατά παράκλησή του, το Πάσχα του 1899, δεν οδήγησαν σε κανένα αποτέλεσμα.
Το 1904, ο Αυστριακός Αρχιδούκας Ludwig Salvator δημοσιεύει το πασίγνωστο δίτομο έργο του για τη Ζάκυνθο(40) αποτέλεσμα των ταξιδιών του και της συλλογής λεπτομερών πληροφοριών, που συγκέντρωσε το 1900, για πλήθος δεδομένων σχετικών με το νησί.
Στον 2ο τόμο του αναφέρεται στο θέμα του τάφου δίνοντας σε λίγες γραμμές τα ήδη γνωστά μας και συνεχίζει: «Από τον Πελεγκρίνο Μπροκάρντι (Pellegrino Brocardi), που στο 1557 κατά το ταξίδι του προς το Κάιρο πέρασε από τη Ζάκυνθο, γνωρίζουμε ότι το μνημείο ήταν κατασκευασμένο από ασβεστολιθικό πέτρωμα, ότι τα ψηφία δεν μπορούσαν να διαβαστούν καθαρά και ότι στην υδρία ήσαν οι λέξεις: TVL CICERO, όπου ο Lignamineus διάβασε AVE MARTVI. Θεώρησαν αυτό το μνημείο τον τάφο του μεγάλου ρήτορα Κικέρωνα και αυτό έκαμε γενική εντύπωση. Ότι βρέθηκε ένας τάφος με μια επιγραφή, είναι απόλυτα σίγουρο, αλλά σε ποιόν ανήκε, πρέπει να μείνει σε εκκρεμότητα. Σήμερα όλα έχουν εξαφανιστεί. Οι Σπον (Spon) και Γουέλερ (Wheler) που στο έτος 1675 είχαν επισκεφτεί τη Ζάκυνθο, δεν βρήκαν τίποτα πια».
Οι Ζακυνθινοί ιστορικοί και ιστοριοδίφες ασχολήθηκαν επίσης, όπως ήταν φυσικό, με το θέμα, αρχίζοντας με τον Παύλο Μερκάτη(41) και συνεχίζοντας με τον Παναγιώτη Χιώτη, τον Λεωνίδα Ζώη και τον Ντίνο Κονόμο. Ήδη παλιότερα, οι επιστολές του Lignamineus, όπως τις είχε δημοσιεύσει ο Remondini, είχαν μεταφραστεί από τα Λατινικά στα Ιταλικά από τον Ν. Σιγούρο και από τα Ιταλικά στα Ελληνικά από τον Σ. Μάτεση και έδωσαν έτσι τη βάση για τις διάφορες αναφορές στα έργα τους, μαζί με τις εικασίες του ίδιου του Re-mondini.
Αλλά ενώ ο Ζώης δεν εκφέρει άποψη σχετικά με το αν ο τάφος ήταν ή όχι του Κικέρωνα, άλλο από ένα : «Επιστεύθει ότι…», ο Χιώτης, που μπαίνει σε πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, που αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σ’αυτό το ζήτημα και που αναδημοσιεύει τις Ελληνικές μεταφράσεις των επιστολών του Lignamineus, το συζητάει, ασχολείται με το αν ο τάφος δεν περιείχε την τέφρα του Κικέρωνα αλλά ήταν απλώς ένα κενοτάφιο για να απορρίψει, τελικά, αυτήν την ιδέα. Και αναφέρει αυτό που γράφει ο Μερκάτης σε υποσημείωση του, ότι ο γνωστός του Άγγλος Τουλ του ανήγγειλε ότι οι υδρίες βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο («αλλά τούτο χρήζεται αρχαιολογικής αλήθειας και επιστημονικής βεβαίωσης υπό ειδημόνων»), ενώ προσθέτει, χωρίς άλλη εξήγηση, ότι «οι Ρώσοι οι κυριεύσαντες την νήσον παρέλαβον τον επιτύμβιον λίθον»(42).
O Kονόμος, (43), δίνει μιαν άλλη διάσταση στο όλο θέμα. Λέει λοιπόν ότι ο τάφος ήταν στην πραγματικότητα γνωστός 32 χρόνια πριν από το 1544, δηλαδή από το 1512, όταν ο περιηγητής και φύλακας της μονής των Κορδιλιέρων της Αγκουλέμ Jean Thenaud, επισκέφτηκε στη Ζάκυνθο το μαυσωλείο του Κικέρωνα
Η ανάλυση και τα συμπεράσματα του Κονόμου βασίζονται στο βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου περί ξένων περιηγητών στην Ελλάδα(44), όπου ο τελευταίος αναφέρεται στο ταξίδι που έκανε ο Thenaud στα 1512 στην ανατολή.
Ο Thenaud, στην αφήγησή του ταξιδιού του(45) δεν γράφει τίποτα περί επίσκεψης του τάφου στη Ζάκυνθο. Αναφέρει απλώς ότι στη διάρκεια του ταξιδιού, το πλοίο του, λόγω φουρτούνας αναγκάστηκε να περάσει μια νύχτα στο λιμάνι της « Iacinthe » (Ζακύνθου). Όμως, στην έκδοση αυτής της αφήγησης σε βιβλίο το 1884 από τον εκδότη Charles Schefer, υπάρχει, σ’αυτό το σημείο, μια υποσημείωση όπου αναδημοσιεύεται, πληροφοριακά, το κείμενο του André Thevet από το έργο του «Le Grand Insulaire », που έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω(46).
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Σιμόπουλος, που δεν έχω διαβάσει, αλλά ο οποίος δίνει μιαν όχι πολύ πιστή μετάφραση της υποσημείωσης, την οποία έχω δει, δεν διευκρινίζει ότι το περί ου ο λόγος κείμενο δεν είναι του Thenaud αλλά του Thevet, γραμμένο το 1586.
Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε, ότι το λάθος δεν είναι του Κονόμου, αλλά του Σιμόπουλου.
Τι συμπέρασμα πρέπει να βγάλουμε από αυτή την ιστορικο-φιλολογική ανασκόπηση και τις αναλύσεις, που οι διάφοροι συγγραφείς που αναφέραμε έχουν ή δεν έχουν κάνει από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και λέω μέχρι σήμερα γιατί πράγματι βρίσκει κανείς αναφορές σ’αυτό το θέμα ακόμη και το 1954, όπως, για παράδειγμα σε άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγου George Sarton(47), στο οποίο καταλήγει: «Είναι πιθανό ότι ένας τέτοιος τάφος, επιγραφή και υδρίες υπήρξαν, αλλά δεν συμπεραίνεται ότι
ήταν αυθεντικά ή ότι η τέφρα ήταν πράγματι του Κικέρωνα. Η ιστορία της ταφής του Κικέρωνα στη Ζάκυνθο έχει απαξιωθεί ακόμη και στην Ελλάδα, όπου η Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη δεν την αναφέρει καν».
Και ακόμη πιο κοντά σε μας, χρονικά, την σοβαρή και εμπεριστατωμένη ανάλυση του Frank Lestringant, στον οποίον έχω αναφερθεί επανειλημμένα πιο πάνω, μόλις το 2003, και που καταλήγει ότι αυτή η είδηση και διάδοση, που τόσο πλατιά κυκλοφόρησε τον 16ο αιώνα δεν είναι παρά μια «αρχαιολογική Αναγεννησιακή φαντασία».
Νομίζω πως αυτή είναι η άποψη στην οποία μας οδηγεί ολόκληρη η πιο πάνω αφήγηση και αναφορά.
Ο καθολικός μοναχός Lignamineus δεν κατασκεύασε όλην αυτή την ιστορία. Πέρασε πράγματι από τη Ζάκυνθο, πράγμα όχι δύσκολο αφού το λιμάνι της ήταν ο βασικός τόπος ανεφοδιασμού και ελλιμενισμού των πλοίων, που από την Βενετία πήγαιναν προς ανατολάς, ιδίως στα Ιεροσόλυμα ( ο θρησκευτικός τουρισμός δεν είναι ανακάλυψη σύγχρονη) ή επέστρεφαν από εκεί. Έμαθε για την ανακάλυψη ενός αρχαίου τάφου από έναν άλλο καθολικό μοναχό και τον επισκέφτηκε.
Είδε τα ευρήματα και προσπάθησε να διαβάσει τα μισοσβησμένα γράμματα της επιγραφής πάνω στην επιτύμβια στήλη και τα πιο καλά διατηρημένα στις υδρίες. Με φαντασία και χωρίς τις γνώσεις, που διέθεταν οι ειδικευμένοι πια σε λατινικές επιγραφές φιλόλογοι του 19ου αιώνα διάβασε ό,τι θεώρησε πιο σωστό και πιο ενδιαφέρον. Και για να συμπληρώσει τα κενά ή τα ερωτήματα που άφηνε η «ερμηνεία» του, κατασκεύασε τα υπόλοιπα. Και απεικόνισε τα ευρήματα με βάση αυτή του την κατασκευή.
Οι επιγραφολόγοι που ασχολήθηκαν με τις λατινικές επιγραφές των πρώτων Αυτοκρατορικών χρόνων προβάλλουν σοβαρές ενστάσεις για την επιγραφή του Lignamineus, σαν τον Bücheler, που, όπως είδαμε αναφέρει ο Schmidt, ή την θεώρησαν εντελώς κατασκευασμένη και άρα ψεύτικη, σαν το Mommsen(48), που επικαλείται και ο Lestringant(49).
Αρχαίος τάφος ανακαλύφτηκε πράγματι το 1544 στη Ζάκυνθο, στην παραλία της πόλης, που τότε άρχισε να δημιουργείται(50). Πώς και γιατί αυτός ο Ρωμαϊκός τάφος βρέθηκε εκεί, σε μια έρημη, τότε, παραλία, είναι και θα μείνει άγνωστο. Αλλά όλα συγκλίνουν για να καταλήξουμε πως δεν είχε σχέση με τον Ρωμαίο ρήτορα.
Φαίνεται πως και οι Ζακυνθινοί της εποχής εκείνης ελάχιστη σημασία έδωσαν σ’αυτήν την είδηση. Πώς να εξηγήσουμε διαφορετικά το γεγονός ότι, όταν οι Spon και Wheler επισκέφτηκαν τη Ζάκυνθο μόλις 131 χρόνια μετά την «ανακάλυψη», όπως και άλλοι αργότερα. προετοιμασμένοι, σαν καλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι που ήταν, να ειδούν «ιδίοις όμμασι» το μνημείο, οι ντόπιοι ξεναγοί τους τους υπέδειξαν ή τους οδήγησαν σε μιαν άσχετη εκκλησία, σε άλλο μέρος, όπου δεν βρήκαν τίποτα απ’ό,τι περίμεναν; Και συμπέραναν ότι οι Ζακυνθινοί δεν είχαν την περιέργεια, που είχαν οι Κερκυραίοι, για να ασχοληθούν με τα αρχαία.
Στην Ευρώπη τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Ο Lignamineus δημοσίευσε την ιστορία του εικονογραφημένη και η «ανακάλυψη» κυκλοφόρησε, διαδόθηκε, αναπαράχθηκε και ταξίδεψε από το Νότο προς Βορράν στους κύκλους μιας ελίτ που διψούσε για «νέα» από την Αρχαιότητα και που συναγωνιζόταν για την ανακοίνωση και δημοσιοποίησή τους.
Η επιτύμβια πλάκα από ασβεστόλιθο έγινε μικρό μαρμάρινο μαυσωλείο με Δωρικούς κίονες, οι υδρίες από δυο έγιναν τρεις. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες ανακατώθηκαν. Ταξιδιώτες, περιηγητές και τουρίστες, που έγραψαν «αναμνήσεις» από την επίσκεψη του τάφου δεν επισκέφτηκαν καν τη Ζάκυνθο και δεν έγραφαν σωστά ούτε τ’ όνομά της.
Μι άγνωστη γυναίκα, που δεν ξέρουμε για πιο λόγο αναφέρεται στην επιγραφή, μεταμορφώνεται στην τρίτη, ανύπαρκτη, σύζυγο του Κικέρωνα ή, ακόμη πιο παράξενο, σε συγγενή της οικογένειας των εχθρών του, που τον σφαγίασε.
Και η φαντασία αυτή, αυτός ο Αναγεννησιακός μύθος, επέζησε με μια μορφή ή μιαν άλλη για χρόνια και αναφέρεται ακόμη και σήμερα, αν και μόνο για να απομυθοποιηθεί.
Γιατί αν ψάξουμε στο Google τη λέξη Formia θα μάθουμε, ίσως με έκπληξη, ότι εκεί, στον τόπο που ο Κικέρωνας σφαγιάστηκε και όπου βρισκόταν μια από τις επαύλεις του, υπάρχουν τα ερείπια, καλοστεκούμενα ακόμη, ενός πέτρινου μνημείου που χρονολογείται από τους πρώτους Αυτοκρατορικούς χρόνους, ύψους 24 μέτρων με μεγάλη τετράγωνη βάση, που αναφέρεται σαν «ο τάφος του Κικέρωνα».
Και είναι πολύ πιο πιθανό και λογικό να τάφηκε εκεί, στα χώματα της Φόρμιας, το ακρωτηριασμένο σώμα του Ρωμαίου ρήτορα.
Αλλά κι εδώ καμμία σιγουριά για τίποτα αφού σε άλλο, σχετικό άρθρο, θα διαβάσουμε ότι σε παρακείμενο λόφο ένα μικρό μνήμα θεωρείται πως είναι ο τάφος της κόρης του Tulliola. Για να καταλήξει ο συντάκτης του άρθρου πως: «Ενώ γνωρίζουμε με ασφάλεια πως τα λείψανα του Κικέρωνα δεν βρίσκονται στη Φόρμια αλλά στη Ρώμη, φαίνεται πως η κόρη του είχε, πράγματι ταφεί στη Φόρμια».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλ. το blog : http//pampalaia.blogspot.gr/2012/06/blog-spot.html, που αναφέρεται σε αρκετά από τα έργα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια αυτού του άρθρου, αλλά που αγνοεί πολλά άλλα, βασικά για την ανάλυσή μας.
(2) «Βίοι Παράλληλοι», Κικέρων 49.
(3) Aaron Lynch : « Thought Contagion. How Belief Spreads Through Society. The New Science of Nemes », New York. Basic Books. 1996.
(4) Η Santa Maria delle Grazie ( η Παναγία των Χαρίτων) βρισκόταν στη συνοικία του Εσταυρωμένου, βορειότερα από τη σημερινή Αγία Τριάδα. Δίπλα της είχε μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα. Με το σεισμό του 1893 η εκκλησία ερειπώθηκε και στερήθηκε το καμπαναριό της. Το 1906 ο ναός ανοικοδομήθηκε για να αφανιστεί ανεπιστρεπτί μαζί με το μοναστήρι το 1953. Σημ. από Β.Δ.Χρυσοβιτσιώτη στο βιβλίο του Schmidt (βλ. πιο κάτω).
(5) « De invento Ciceronis Sepulcro in Zakyntha Insula », Ed. F. Fabricius, Venet. 1547.
(6) Οι εντυπώσεις του δημοσιεύτηκαν στο: Hakluyt’s : « Collection of the early voyages,
travels and discoveries », Vol.II, London, 1810.
(7) Jacopo Morelli « Dissertazione Intorno Ad Alcuni Viaggatori Eruditi Veneziani», Venezia, 1803).
(8) «Cosmographie de Levant », Paris 1556.
(9) « Sepulchri facies M. T. Ciceronis paucis ante annis in Zakyntho insula reperti et a F. Desyderio Lignamineo Patavino in lucem aediti », Jean Griffi, Venise 1557.
(10) « Hodoeporici Byzantini libri III autore Hugone Favolio », S. Sassenus, Louvain, 1563.
(11) « Monumenta clarorum doctrina praecipue toto orbe terrarum vivorum », Francofurti ad Moenum, 1589.
(12) « Les Epistres familiers de Marc Tulle Ciceron Pere de l’eloquence. Faites Françoises par E. Dolet et F. de B. », Paris, V. Norment et J. Bruneau, 1566.
(13) «La Cosmographie universelle», L’Huillier et Chaudière, Paris, 1575, 2 vols.
(14) «Sous la leçon des vents : le monde d’André Thevet, cosmographe de la Renaissance», Paris, Presses de l’Université Paris-Sorbonne, 2003.
(15) «La Cosmographie universelle de tout le monde. Auteur en parie Munster», Chesneau et Sonnius, Paris, 1575, 3 vols.
(16) «Funerailles, et diverses manières d’ensevelir des Romains, Grecs, et autres nations, tant anciennes et modernes », Jean de Tournes, Lyon, 1581.
(17) «Les Vrais Pourtraits et Vies des Hommes illustres», Vve J. Kervert, Paris 1584.
.
(18) «Le Grand Insulair et Pilotage», Paris, circa 1586-1588.
(19) «L’invention du tombeau de Cicéron à Zante : une fiction archaiologique à la Renaissance, de Hugo Favolius à André Thevet » in Université de Paris-Sorbonne « Inventions et découvertes au temps de la Renaissance », dir. M.T. Jones-Davies, Klincksieck, Paris 1994.
(20) « Il Devotissimo Viaggio Di Jerusaleme », Roma, 1595.
(21) «A Relation of a journey begun Anno Domini 1610…», W. Barrett, London, 1621.
(22) «Tabularum Geographicarum Contractarum, libri septem», Amsterdami, 1615.
(23) « Itinerarium Hieroslymitanum et Syriacum etc », Antverp, 1619)
(24) «Itinerarium Aegypti, Arabiae, Palestinae, Syriae aliarumque regionum orientalium», Nuremberg, 1621. Στα Λατινικά. Το βιβλίο εκδόθηκε και σε Γερμανική μετάφραση το 1646.
(25) «Voyage d’Italie, de Dalmatie, de Grèce et du Levant», Lyon, 1678. Μετάφραση Αλίκης και Νίκου Λογοθέτη στο «Άγγλοι «Προστάτες»-Γερμανοί Τουρίστες», έκδ. Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, Αθήνα 2010.
(26) «Μονή παρά τη σημερινή οδό Φιλικών, πλησίον της διασταύρωσης των δρόμων που οδηγούν σε Μπόχαλη και Ακρωτήρι, που ανήκε στην Καθολική Εκκλησία και καταστράφηκε τελείως από τους σεισμούς του 1893» Λεωνίδα Ζώη «Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήνα 1963, τ. πρώτος, σ. 224.
(27) Βρίσκουμε αυτό το απόσπασμα, με μερικές παραλλαγές, και στο βιβλίο «Mars venitien ou les le Théâtre des Triomphe des Venitiens sur les Infidèles » αγνώστου συγγραφέα που δημοσιεύτηκε στην Κολωνία το 1687 και περιγράφει διάφορες Ενετικές κτήσεις. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνέχεια και στα γραφόμενα του Thevet για το θέμα μας.
(28) «A Journey into Greece, by George Wheler Esq ; in company of Dr Spon of Lyons…», Cademan, London, 1682.
(29) «An Account of Divers Choice Remarks, as well as Geographical, as Historical, Political, Mathematical, Physical, and Moral Taken in a Journey Through the Lower Countries, France, Italy, and part of Spain with the Isles of Sicily and Malta …as Also, a Voyage to the Levant”, 1701.
(30) “Travels Through Different Cities of Germany, Italy, Greece and Several Parts of Asia, as Far as the Banks of the Euphrates in a Series of Letters….”, London, 1754.
(31) Balthassar-Maria Remondini : »De Zacinthj antiquitatibus », Ven., 1756.
(32) François-René de Chateaubriand : « Itinéraire de Paris à Jérusalem », Paris, 1811.
(33) «Histoire abrégé de la Littérature Romaine par Maximilian Samson Friedrich Schöll », tome II, Paris, 1815.
(34) «Anthologia Latina».
(35) «Τravels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia etc., during the years 1812-1813 », Longman etc., London, 1815. Δική μου μετάφραση: «Δύο κείμενα για τη Ζάκυνθο και άλλα Ιόνια», Ζάκυνθος 2014.
(36) « Manuel de l’histoire de la littérature romaine, par Johann Christian Felix Bähr, traduit de l’Alleman par Joseph Emmanuel Ghislain Rouler », Louvain, 1838.
(37) « Südöstlicher Bildersaal » 1835. Μετάφραση Νίκια Λούντζη στό «Αγγλοι Προστάτες-Γερμανοί Τουρίστες», εκδ. Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Αθήνα 2010.
(38) « Die Insel Zakynthos-Erlebtes und Erforschtes »). Μετάφραση Σπύρου Α. Κάπαρη-Πλανύτερου («Η Νήσος Ζάκυνθος, Εντυπώσεις και Εμπειρίες», Αθήνα 2005, εκδ. Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων, Αθήνα 2005.
(39) Γνωστοί παραχαράκτες παλαιών χειρογράφων και επιγραφών. Συγκεκριμένα τον Michel Fourmont (1690-1746) πολυγλωσσότατο εκκλησιαστικό, φιλόλογο και καθηγητή στο Βασιλικό Κολέγιο, έστειλε ο Λουδοβίκος 15ος στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα για να συλλέξει αρχαιότητες και κατέστρεψε την αρχαία Σπάρτη και άλλους αρχαιολογικούς χώρους.
(40) « Zante », Woerl, 1904. Μετάφραση Ζαφείρη Ακτύπη, εκδ. Μπάστα, Αθήνα 2008.
(41) « Sagio storicostatistico della cità et isola di Zante », 1811.
(42) «Ιστορικά Απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου. Ιστορία Ζακύνθου», Κεφ. Ζ, Κέρκυρα 1849.
(43) «Ζάκυνθος (πεντακόσια χρόνια)», τομ. 1ος, σ. 132-133
(44) « Le voyage d’outremer (Egypte, Mont Sinay, Palestine)», Paris 1884.
(45) Βλ. στο κείμενο παραγραφο υπό χρονολογία 1586-1588.
(46) «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (333μ.Χ.- 1821 μ. Χ.)», Αθήνα 1970.
(47) « The Death and Burial of Vesalius, and, incidentally, of Cicero », Isis, vol. 45, The University of Chicago Press, July 1954, pp. 131-157.
(48) Theodor Mommsen (1817-1903) Γερμανός ιστορικός που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της Ρωμαικής ιστορίας και της λατινικής επιγραφολογίας. Για το έργο του το 1902 έλαβε το Βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας.
(49) «L’invention…. », note 19.
(50) «Τόπος ταφής εθεωρήθη ο αιγιαλός, έρημος τότε κατοίκων, όπου άμα τη κατοχή της Ζακύνθου υπό των Βενετών, ήρχισε κτιζόμενη η νυν πόλης και όπου, αρχομένου του ΙΣΤ αιώνος, ανηγέρθη η Μονή της Παναγίας των Χαρίτων». Λεωνίδας Ζώης «Ιστορία της Ζακύνθου», β΄ εκδ. Αναστατική, σ. 49.
Διονύση Μαυρ. Μυλωνά