Παρακολουθούμε ανήσυχοι, τον τελευταίο καιρό, την ψήφιση νόμων με περιεχόμενο που αντιφάσκει προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Θα περιορισθώ στο παράδειγμα της ετήσιας οριζόντιας φορολογίας των ακινήτων (για τους περισσότερους της οικογενειακής στέγης)∙ η οποία, σε βάθος χρόνου, θα καταλήξει σε άτυπη απαλλοτρίωση. Τόσο μάλλον που, τα ακίνητα αυτά, φορολογήθηκαν ήδη κατά την κτήση και κατά τις κληρονομικές μεταβιβάσεις.
Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη κατάσχεση των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες. Ο καταθέτης, ωστόσο, δεν ταυτίζεται με τον μέτοχο της τραπέζης. Ο πρώτος, στην ουσία, δανείζει τα χρήματά του αποδεχόμενος περιορισμένη απόδοση τόκων, με αντίκρισμα την ασφάλεια του κεφαλαίου του∙ υπό την επίβλεψη μάλιστα και με την εγγύηση του Κράτους. Ο δεύτερος, ταυτιζόμενος με την τραπεζική επιχείρηση, επιδιώκει απεριόριστο κέρδος αναλαμβάνοντας, αντίστοιχα, τον κίνδυνο υποτίμησης των μετοχών του∙ ή ακόμα και τον κίνδυνο πτώχευσης της Τραπέζης.
Οι τάσεις αυτές, θέτουν επί τάπητος το διαχρονικό ερώτημα περί της πηγής του δικαίου και την, επίσης διαχρονική, αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών του Φυσικού και Θετικού Δικαίου.
Με το θέμα ασχολήθηκε διεξοδικά ο καθηγητής Μιχ. Σταθόπουλος, στον εισιτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών της 6ης Νοεμβρίου 2012 («Θετικό δίκαιο και υπερθετικές αξίες»).
Ως δίκαιο, θεωρείται το σύστημα νομικών κανόνων που ρυθμίζουνε τις σχέσεις των προσώπων που υπάγονται σε αυτό, με ισχύ δεσμευτική. Το σύστημα των κανόνων αυτών, κατά τους θιασώτες του Θετικού Δικαίου, καθορίζεται από την εκάστοτε εξουσία (αυθαίρετη ή δημοκρατική) κατά το δοκούν∙ άρα και κατά το συμφέρον. Αντίθετα, κατά τους θιασώτες του Φυσικού Δικαίου, πρέπει να καθορίζεται από τη φύση του ανθρώπου και να στηρίζεται στις ηθικές αξίες και στη λογική του.
Ως πρώτοι υπέρμαχοι του θετικισμού θεωρούνται, κατά τον Μιχ. Σταθόπουλο, οι σοφιστές περί τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Στον αντίποδα, το Φυσικό Δίκαιο στήριξαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης∙ ο τελευταίος, μάλιστα, καθιέρωσε και τη διάκριση μεταξύ δικαίου «κατά φύσιν» και δικαίου «κατά συνθήκην»(α).
Οι οπαδοί του Φυσικού Δικαίου θεωρούν «ότι τα θεμέλια του δικαίου βρίσκονται επέκεινα της κρατικής εξουσίας» και «προϋφίστανται αυτής σε ένα επίπεδο ανώτερο του νομοθέτη»(β). Ισχυρίζονται, μ’ άλλα λόγια, ότι ενυπάρχουνε στο ανθρώπινο πνεύμα έμφυτες ιδέες περί δικαιοσύνης, οι οποίες περιορίζουνε τη βούληση (και το όποιο συμφέρον) του νομοθέτη. Παράδειγμα αποτελεί η πεποίθηση της Αντιγόνης περί του δικαίου της ταφής των νεκρών, παρά τη σχετική απαγόρευση του Κρέοντος, την οποία ο Σοφοκλής συνοψίζει με τη γνωστή ρήση «άγραπτα και ασφαλή θεών νόμιμα».
Οι οπαδοί του Θετικού Δικαίου αρνούνται, εκείνοι, το ιδεαλιστικό πλαίσιο των εμφύτων στον άνθρωπο αξιών της δικαιοσύνης και εξαρτούν το εκάστοτε ισχύον δίκαιο από τη θέληση (άρα και τα συμφέροντα) των ανθρώπων∙ στην ουσία από τη θέληση (και τα συμφέροντα) κάποιας επικρατούσης τάξεως ανθρώπων. Ο Πλάτων συνοψίζει τη θέση αυτή επιγραμματικά, βάζοντας τον σοφιστή Θρασύμαχο να λέει στον Σωκράτη: «το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον» («το δίκαιο δεν είναι άλλο από το συμφέρον του ισχυροτέρου»)(γ). Ωστόσο ο περιεκτικότερος (και κυνικότερος) ορισμός του Θετικού Δικαίου πιστώνεται στον Άγγλο φιλόσοφο και πολιτικό στοχαστή Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679): «auctoritas, non veritas, facit legem» («η αυθεντία, όχι η αλήθεια, δημιουργεί το νόμο»)(δ).
Ο διεθνής καπιταλισμός, στις μέρες μας, αφού έγινε ανέλεγκτος, έγινε και ελέγχων. Ελέγχων τουλάχιστον τις δύο, από τις τρεις, λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Άμεσα την Εκτελεστική (Κυβέρνηση), δια της οικονομικής και προπαγανδιστικής στήριξης των πολιτικών παρατάξεων που διεκδικούνε την εξουσία. Έμμεσα τη Νομοθετική (Βουλή), δια της θεωρητικής αποδυνάμωσης του Φυσικού Δικαίου και της ουσιαστικής επιβολής του Θετικού. Ο Αυστριακός καθηγητής Hans Kelsen, όπως μας πληροφορεί ο Μιχ. Σταθόπουλος, δηλώνει ότι «θέλει να αποκαθάρει το δίκαιον από την ιδέα της δικαιοσύνης και τις άλλες ηθικές αξίες του, τις οποίες θεωρεί «ιδεολογία»(ε), ενώ ο Άγγλος Herbert Lionel A. Hart «διαχωρίζει αυστηρά το δίκαιο από την ηθική (και τη μεταφυσική) θεωρώντας το ηθικά ουδέτερο»(στ).
Η ανθρωπότητα, δυστυχώς, αποδεχόμενη στην πράξη τις θεωρητικές θέσεις του Θετικού Δικαίου, σταδιακά αναιρεί τις δημοκρατικές και σοσιαλιστικές κατακτήσεις των δύο τελευταίων αιώνων και οπισθοδρομεί σε εποχές σκοτεινής αυθαιρεσίας∙ υποκα-θιστώντας, στη θέση του ζωντανού προσώπου του άρχοντα – φεουδάρχη, το νομικό πρόσωπο του άρχοντα – καπιταλίστα∙ υποκαθιστώντας στην επιβολή δια της βίας του σπαθιού, την επιβολή δια του εξαγορασμένου αποπροσανατολισμού της (τηλεοπτικής, ραδιοφωνικής και έντυπης) προπαγάνδας.
Παρότι η εικόνα προσομοιάζει, υπάρχει μια ριζική διαφορά. Η επιβολή δια της βίας του σπαθιού, αργά ή γρήγορα, οδηγεί άμεσα τους λαούς στην Επανάσταση. Η επιβολή δια της προπαγάνδας, αντίθετα, προϋποθέτει την ηθική αφύπνιση των λαών∙ προϋποθέτει την επανε-κτίμηση των αρχών και των αξιών του Φυσικού Δικαίου. Για εμάς τους Έλληνες ειδικότερα, την επανεκτίμηση των ιδεών του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη.
Υ.Γ. Την ημέρα της υπογραφής του σημειώματος αυτού, προέκυψε η αντισυνταγματική, αυθαίρετη και παράλογη κατάργηση της ΕΡΤ. Οι απανταχού κήρυκες του ΘΕΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ αγάλλονται.