Νίκιας Λούντζης:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΓΙΑΤΡΑΣ (1908-2000)
Ο Διονύσιος Γιατράς υπήρξε Αλεξανδρινός, ζακυνθινής καταγωγής. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας οικογένειας με επτανησιακές μουσικές καταβολές και στους κόλπους μιας φιλόμουσης κοινωνίας. Αναφερόμαστε στην μετακαβαφική Αλεξάνδρεια, στην Αλεξάνδρεια του Λώρενς Ντάρελ, με στοιχεία οικονομικής παρακμής, αλλά και με στοιχεία ποιοτικά παλαιωμένης κοινωνικής ακμής.
Με τέτοιες καταβολές και σε τέτοιο περιβάλλον, ο νεαρός Διονύσιος άρχισε να μελετάει πιάνο εξ απαλών ονύχων με τη μητέρα του, για να εξελιχθεί, μετά την ολοκλήρωση των μουσικών σπουδών του στην Αθήνα στο Ελληνικό Ωδείο, σε διακεκριμένο πιανίστα. Το 1938 γνωρίστηκε με τον Λίνο Καρζή και έκτοτε συνεργάστηκε με τον Θυμελικό Θίασο, επενδύοντας μουσικά παραστάσεις αρχαίου δράματος (Δελφοί, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού κλπ). Κατά το διάστημα 1950-1957 δίδαξε πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο, εμφανιζόμενος παράλληλα και σε ατομικά ρεσιτάλ, ενώ άρχισε να δημοσιεύει μελέτες του στο περιοδικό Μουσική Κίνησις.
Ο Διονύσιος Γιατράς έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό από την 25ετή συνεργασία του με δύο από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες, το Βήμα (1959-1974) και την Ελευθεροτυπία (1975-1984), τυπικά ως κριτικός της μουσικής επικαιρότητας, ουσιαστικά όμως, για ένα επίλεκτο αναγνωστικό κοινό, ως ιστορικός και θεωρητικός αναλυτής της τέχνης των ήχων.
Οι επιδόσεις του πρέπει να πιστωθούνε σ’ έναν επιτυχημένο συνδυασμό έμφυτων ευαισθησιών και ικανοτήτων. Υπήρξε από τη μια πλευρά προικισμένος καλλιτέχνης, διακεκριμένος πιανίστας και συνθέτης – εστιάζοντας, όπως προαναφέρθηκε, στη μουσική επένδυση, καλύτερα στη μουσική έκφραση, του αρχαίου δράματος – από την άλλη πλευρά ένα ανήσυχο και διεισδυτικό πνεύμα, με το χάρισμα της αμεσότητας και της κομψότητας της λογοτεχνικής έκφρασης.
Ο Διονύσιος Γιατράς δημοσίευσε τέσσερα σημαντικά βιβλία: Προβλήματα μουσικού ανθρωπισμού (Δίφρος, 1972), Η κρίση της κριτικής (Δωδώνη, 1982), Μουσικοί προσανατολισμοί και αποπροσανατολισμοί (Δωδώνη, 1984), Το αττικό πλήρες δράμα ως μορφή τέχνης (Εστία, 1991).
Στις 14 Ιανουαρίου 2013, στις αίθουσες του εκδοτικού οίκου Γαβριηλίδη, έγινε η παρουσίαση ενός πέμπτου βιβλίου του Διονυσίου Γιατρά με τον τίτλο Μουσική Ευρώπη, που εκδόθηκε από τα παιδιά του Έλενα και Γιώργο Γιατρά, με πρωτοβουλία του Νότη Μαυρούδη και επιμέλεια της Έφης Αγραφιώτη.
Η Μουσική Ευρώπη δεν αποτελεί σύγγραμμα του Διονυσίου Γιατρά, αλλά ένα απάνθισμα από επιφυλλίδες και κριτικές του που δημοσιευτήκανε στο Βήμα κατά το διάστημα 1959-1972, με την προσθήκη ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία το 1983. Αυτό εκ πρώτης όψεως, προοιωνίζοντας αποσπασματικότητα, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τον επίδοξο αναγνώστη ως μειονέκτημα. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι δεν είναι∙ και αυτό για δύο λόγους. Αφ’ ενός, ο Γιατράς, ακόμα και σχολιάζοντας μιαν επίκαιρη μουσική εκδήλωση, λειτουργούσε απέναντι στον αναγνώστη του πρωτίστως ως μύστης και δευτερευόντως ως κριτικός. Αφ’ ετέρου η επιμελήτρια της έκδοσης κυρία Έφη Αγραφιώτη, κατέταξε τα κείμενα όχι κατά χρονολογική σειρά δημοσιεύσεως, αλλά κατά θεματολογική σειρά, καλύπτοντας την ιστορική εξέλιξη της ευρωπαϊκής μουσικής από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τις σύγχρονες τάσεις και αναζητήσεις. Από το μονοφωνικό Γρηγοριανό Μέλος, στην οριζόντια αντιστικτική πολυφωνία, από τα ενδεχομένως εμμελή χωρικά του αρχαίου δράματος, στην ιδέα της σύζευξης σκηνικού λόγου και μουσικής από τους Φλωρεντινούς το 1600. Από τους προκλασικούς, στη σχολή του Μανχάϊμ. Από τους τρεις γίγαντες του κλασικισμού: Χάϊντεν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, στο ξάνοιγμα στην ονειρική ασάφεια των ρομαντικών. Από τον λιτό ιμπρεσιονισμό του Κλώντ Ντεμπυσί, στην πρόταση του Kolossal, του κολοσσιαίου, του Γκούσταβ Μάλερ. Από τον αναμορφωτή της όπερας Γκλούκ, στο gesamtkunstwerk, στο «συνολικό έργο τέχνης» του Βάγκνερ και από τον πηγαίο αυθορμητισμό του Ροσσίνι, στην αναζήτηση της καθημερινότητας του βερισμού του Πουτσίνι. Από το ηθελημένα παράτονο ακόρντο του Τριστάνου του Βάγκνερ, τέλος, στην αναίρεση της τονικότητας από τον δωδεκαφθογγισμό των Σένμπεργκ, Βέμπερν και Άλμπαν Μπερκ.
Ο αναγνώστης του βιβλίου ξεναγείται στις ιστορικές εξελίξεις της Μουσικής Ευρώπης, από έναν ξεναγό πολυμαθή, αλλά και χαρισματικό, ο οποίος τον διδάσκει και συγχρόνως τον γοητεύει. Ο αναγνώστης, ωστόσο, γρήγορα διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τη Μουσική Ευρώπη αποκλειστικά ως ιστορικός και αισθητικός αναλυτής, αλλά την αντιμετωπίζει και ως διορατικός σχολιαστής, βασιζόμενος σε κάποιες ξεκάθαρες προσωπικές θέσεις. Θα ήθελα να επισημάνω τις θέσεις αυτές και στη συνέχεια, με άκρα συντομία, να τις αναλύσω. Οι θέσεις του διανοούμενου μουσικολόγου Διονυσίου Γιατρά είναι τρεις: πιστεύει στην ενότητα της ευρωπαϊκής μουσικής δημιουργίας, αποκρούει τις ακρότητες της ελληνικής Εθνικής Σχολής και αντικρίζοντας τα μορφολογικά αδιέξοδα της σύγχρονης μουσικής, διακηρύσσει τον Μουσικό Ανθρωπισμό.
Ως προς την ενότητα της ευρωπαϊκής μουσικής δημιουργίας. Ο Γιατράς υποστηρίζει την ύπαρξη ενότητας της ευρωπαϊκής μουσικής δημιουργίας κατά τη διαδρομή της από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, στη διάρκεια της οποίας όμως, η πρωτοκαθεδρία μεταπηδούσε διαδοχικά σε διάφορα εθνικά μουσικά κέντρα, χωρίς ωστόσο να διακόπτεται η ενότητα της εξέλιξης. “Η ευρωπαϊκή μουσική», γράφει, «αποτελεί ένα ενιαίο πλέγμα που επιτεύχθηκε με την συμβολή ολόκληρου του ευρωπαϊκού κόσμου, ένα πλέγμα που υφαίνεται από αιώνες τώρα και που δεν μπόρεσαν να διασπάσουν τα χωριστικά κινήματα των εθνικών σχολών, παρ’ όλη την επιτυχία που σημείωσαν ορισμένα από αυτά σε μία εποχή όπου τα σοβινιστικά συνθήματα ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη…”. Και συμπληρώνει αλλού: “Εκείνο που μας ενδιαφέρει να τονίσουμε είναι ότι σε κάθε στάδιο της ιστορίας της Ενιαίας Μουσικής Ευρώπης υπήρχε μία υψηλότερη ιδέα που διείπε την ενότητά της και την συγκρατούσε: η θρησκεία κατά τον Μεσαίωνα, ο ελληνικός ανθρωπισμός κατά την Αναγέννηση, ο φιλοσοφικός κοσμοπολιτισμός στον 18ο αιώνα, το κήρυγμα της επιστροφής στη φύση και ταυτόχρονα το ξέσπασμα ενός επαναστατικού ατομικισμού κατά την εποχή του ρομαντισμού”.
Η θεμελιωμένη πίστη του Διονυσίου Γιατρά στην ενότητα της ευρωπαϊκής μουσικής δημιουργίας οδηγεί στη δεύτερη θέση του, εκείνη που αντιτίθεται στις ακρότητες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, που εδραιώθηκε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα με ηγετική μορφή τον Μανώλη Καλομοίρη. «Τα θέματα τέχνης», μας λέει ο Γιατράς, «δεν είναι δυνατόν να συνδυάζονται μ’ έναν στενόκαρδο εθνικισμό που δεν κρίνει την ποιότητα των έργων τέχνης αλλά το κατά πόσον αυτά έχουν εθνική ιδιοτυπία». Ο Γιατράς πιστεύει ότι οι ακρότητες της Εθνικής Σχολής, η περιχαράκωση στο δημοτικό τραγούδι, στους εθνικούς χορούς και γενικότερα στα κάθε λογής συχνά αμφίβολης ποιότητας, φολκλορικά στοιχεία, υποβαθμίζουνε τη διαχρονική προσφορά του ελληνισμού στη μουσική ιδέα, οδηγώντας τον σ’ έναν κομπλεξικό επαρχιωτισμό. Αντί-θετα ο συγγραφέας υπερασπίζεται την Επτανησιακή Συνθετική Σχολή του 19ου αιώνα, την τόσο άδικα στις μέρες του υποβαθμισμένη από τους εθνικιστές, επειδή ακριβώς, όπως γράφει, «…έβλεπε τη μουσική μας ενταγμένη στην Ευρώπη». «Ακριβώς δε αυτό το γεγονός», συμπληρώνει αλλού, «στάθηκε η αφορμή και το επιχείρημα για να κατηγορηθούν οι Επτανήσιοι μουσουργοί ως «μη Έλληνες» επειδή έγραψαν ιταλική μουσική και ιταλική όπερα. Ενώ θα έπρεπε να είναι ολοφάνερο ότι και στην περίπτωση που δεν υιοθετούσαν την ιταλική τεχνοτροπία, οπωσδήποτε ξένη τεχνοτροπία, γερμανική ή γαλλική, θα ήταν αναγκαστικά εκείνη που θα υιοθετούσαν και πάντως όχι ελληνική…». Εις επίρρωση των απόψεών του, ο Γιατράς, επικαλείται τις ιταλικές επιρροές στα έργα κορυφαίων Ευρωπαίων μουσουργών, όπως ο Μότσαρτ, ο Γκλούκ, ο Χαίντελ, ο Μπαχ ή ο Μαρκ – Αντουάν Σαρπαντιέ, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η εθνικότητά τους ή να υποτιμηθεί η δημιουργία τους.
Ομολογώ πως προβληματίστηκα παλιότερα με την υποψία ότι η υπεράσπιση της Επτανησιακής Σχολής, από τον Γιατρά, θα μπορούσε να οφειλόταν, έστω και εν μέρει, στην απώτερη ιόνια καταγωγή του και ότι θα έπρεπε να πιστωθεί σε… αταβιστική συμπάθεια.