Λίγο μετά την εβδομάδα των παθών, έσταζε όξος και χολή απ’ το διαδίκτυο. Με το που μπήκαμε σε αναστάσιμες ημέρες, γυρεύαμε άλλους να σταυρώσουμε με το μελάνι μας. Ο στόχος βρέθηκε στο πρόσωπο της Δημουλά. Μια περιβόητη ομιλία στην Κυψέλη.
Η σπίθα έφυγε απ’ την τέταρτη εξουσία και πυροδότησε τα ηλεκτρονικά λαγούμια μας. Καθένας έπαιρνε προσάναμμα απ’ τον προηγούμενο κι άναβε τη δική του φρυκτωρία. Θόρυβος, μένος, ειρωνείες, αφορισμοί, η βαρβαρότης σ’ όλο της το μεγαλείο. Μόνο εκείνο, το «λαπάδες» δεν ακούσαμε. Πολύ φοβόμαστε ότι υπάρχουν νοσταλγοί του.
Σ’ αυτή τη χώρα είναι πάγια τακτική. Απομονώνουμε δυο λέξεις απ’ τον ομιλούντα, και στη συνέχεια τις επιδεικνύουμε ως λάφυρα. Έπειτα αρχίζει πλούσιος λιθοβολισμός, μιας που συλλέγουμε τους λίθους παιδιόθεν. Άγριες βολές, επί δικαίων και αδίκων· αρκεί να φύγει η ξερολιθιά από μέσα μας.
Μετά όλα αυτά, το εύλογο ερώτημα: Εμφορούμαστε, όσοι επικριτές, από δημοκρατία; Αν η απάντηση είναι ναι, γιατί οπλίζουμε με επιχειρήματα αμείλικτους εχθρούς της ; Διότι ο αντιδημοκράτης σε αποστομώνει: Αφού το λένε και οι ποιητές, τι άλλο θέλετε; Αφήστε όσους αμφιταλαντεύονται στο ενδιάμεσο και ψάχνουν ευκαιρία να πάρουν θέση.
Αλλά, εδώ, δεν αρκεστήκαμε στο γεγονός. Σύραμε και την ποίηση στη μάχη. Ένα κράμα γνώσης και αντικειμενικότητας η κριτική: Η ποιήτρια γράφει για μικροαστές νοικοκυρούλες. Παράλληλα να διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας: Τι συμφορά! Και από άνθρωπο….πνευματικό. Σχήμα οξύμωρο, που αποτυπώνει και τη σύγχυση· τη σχιζοειδή προσωπικότητα της εποχής μας.
Τουλάχιστον, να τοποθετηθούμε με σαφήνεια. Αν γράφει μόνο για μικροαστούς, τι μας πειράζει; Είναι καλύτερα ν’ αδιαφορήσουμε τελείως, δίχως να βγάζουμε κραυγές και ουρλιαχτά.
Αν, πάλι, την αναγνωρίζουμε ως Ποιήτρια, και μάλιστα με κεφαλαίο γράμμα, ας σεβαστούμε τα όσια και τα ιερά μας, γιατί ακονίζει τη ρομφαία του ο εχθρός.
Εμείς διαθέτουμε άλλη άποψη, αν μας επιτρέπουν. Ότι, απ’ τη φύση του, ο στοχασμός είναι ολότητα. Άρα και η ποίηση, αν είναι Ποίηση, δεν διαμερίζεται· έχει αποδέκτες τις ανάγκες όλων.
Δεν κατατίθεται για νέους, ηλικιωμένους, πλούσιους, φτωχούς, μικροαστούς, η μεγαλόσχημους. Όταν εκρήγνυται συμπύκνωση πνευματική, τα θραύσματα εκσφενδονίζονται αδιακρίτως. Όσοι καλοπροαίρετοι, τα διαισθάνονται. Όσοι ασκούνται στην ανίχνευση, τ’ αναγνωρίζουν. Και οι δύο τρόποι θεραπεύουν με ομοιοπαθητική· καλλιεργούν, παρηγορούν, εξευμενίζουν.
Αυτό εισπράττουμε και απ’ την Ποίηση της Δημουλά· βάλσαμο για τη θεραπεία της ψυχής μας. Και δεν φοβόμαστε μη χαρακτηριστούμε απ’ τους «επαΐοντες» ως άνευ σημασίας αναγνώστες. Η τέχνη, η αληθινή, δεν αποκλείει την αναζήτηση, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Υψώνει τ’ άχραντα μυστήρια της θείας φύσης της, κι όσοι ανήσυχοι, τους γνέφει να προσέλθουν.
Ό, τι αφορά στο πρόσφατο συμβάν, θα σπεύσουμε να το διευκρινίσουμε από πλευράς μας. Κι αυτό, για να μη δώσουμε αφορμές στα ιοβόλα μελανοδοχεία που μας περιστοιχίζουν.
Κατά τη γνώμη μας, λοιπόν, οι δημόσιοι χώροι ανήκουν σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Ίσως λιγάκι παραπάνω στους δεινοπαθούντες, σ’ αυτούς που χρήζουν μεγαλύτερης βοήθειας.
Πρώτον, γιατί εμμένουμε στον Ξένιο Δία. Δεύτερον, υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους. Στους τελευταίους συμπεριλαμβάνονται και οι μετανάστες. Σήμερα, η αλληλεγγύη είναι μονόδρομος.
Η συνοικία στην οποία αναφερόμαστε είναι παράδειγμα διαπολιτισμικής εικόνας. Η λειτουργία της αγοράς της, η φιλοξενία, τα ρεπορτάζ για την ειρηνική συμβίωση. Λίγες φορές, τα τελευταία χρόνια νιώσαμε, ως οικοδεσπότες, υπερήφανοι.
Ήταν και είναι μελισσοφωλιά η Κυψέλη. Μας υποδέχτηκε με γενναιοδωρία όλους μας. Κι εμάς, που κάποτε ήρθαμε απ’ την περιφέρεια, και τους νεότερους αλλοδαπούς, των ημερών μας.
Φιλόξενη τη χαρακτήρισε και η Ποιήτρια, και προσιτή στα χαμηλά βαλάντια. Αναθεμάτισε την αδικία στον πλανήτη, την πείνα, τον ξεριζωμό, την εκμετάλλευση. Γιατί αφαιρούμε, όταν προβαίνουμε σε ερμηνείες ; Μας λείπει η σύνεση, η ψυχραιμία, ο σεβασμός.
Η ίδια, στη συζήτηση, εκμυστηρεύτηκε πως πλήττονται απ’ τις αλλαγές τα συναισθήματά της. Αισθάνεται άρρηκτα συνδεδεμένη με εικόνες, σπίτια, κατώφλια, πρόσωπα που χάνονται. Δύσκολα, είπε, ότι συμφιλιώνεται με το καινούριο. Οι πάντες έχουμε στη νοσταλγία δικαίωμα. Εκείνο το «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» το προσέξαμε; Τι ωραία ποίηση που γράφουν τα «δεσμά» της!
Δεν μακαρίζουμε την «αλλεργία» της στα πεύκα, όπως διέγνωσε ο Παπαδίτσας ευφυώς; Σου εξασφαλίζει ελπίδα το γειτόνεμα μ’ έναν δημιουργό, όπως εκείνη. Η απόσταση είναι πάντα καταλυτική, τα όνειρα εγκλωβίζονται στους δρόμους.
Πόσοι από μας, που θορυβήσαμε αβασάνιστα, θα παραμέναμε στη συνοικία της Κυψέλης; Εκείνη έμεινε, ενίοτε «λιποψυχά», μας δίνει Ποίηση με τις συναισθηματικές της αγκυλώσεις.
Μα είναι ανθρώπινο το να συμπεριφέρεσαι λιπόψυχα. Μας έπεισε ένα ποίημα από τη «Χλόη του θερμοκηπίου». Η αχίλλειος πτέρνα είναι ο θησαυρός, εμάς, «πού θα μας βρει η αγάπη;»
Πολλά απ’ αυτά που γράψαμε στο διαδίκτυο μας αδικούν, ως Έλληνες πολίτες,. Ελπίζουμε να μην οφείλεται η επίθεσή μας στο ότι δεν δήλωσε – όπως περιμέναμε- ομοϊδεάτης μας.
Ίσως και να ’χει άλλη άποψη, το δικαιούται. Πού χάθηκε η δημοκρατία που διατυμπανίζουμε;
Φαντάζει λίγο υποκριτικό, έτσι νομίζουμε, όταν μονίμως παριστάνουμε τους αγανακτισμένους. Η αγανάκτηση έχει να κάνει με τις ενοχές μας· κάποιες φορές , αυτές μας απειλούν.
Αν ακουμπήσουμε στο έργο της, θα ευεργετηθούμε. Προσφέρει δάδες για τα μύχια της ψυχής. Μπορεί, βεβαίως, ν’ αρνηθούμε να τις πάρουμε, αλλά θα ξέρουμε, τουλάχιστον, για ποιον μιλάμε.
Ό,τι απέμεινε απ’ τον ταλαιπωρημένο τόπο μας είναι το πνεύμα και ο πολιτισμός του. Και η Κική η Δημουλά, μια απ’ τις καθέδρες της Ελληνίδας Ελεούσας Ποίησης.