Πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, ο ερευνητής Στάθης Αρφάνης ανακαλύπτει τυχαία, σε μια δημοπρασία, τη χαμένη παρτιτούρα της εισαγωγής της όπερας του Παύλου Καρρέρ Κυρά Φροσύνη. Ο παλαιοπώλης που δημοπρατούσε τα χειρόγραφα, τα είχε προμηθευτεί από ένα ρακοσυλλέκτη ο οποίος, με τη σειρά του, τα είχε μαζέψει από τη χωματερή των Άνω Λιοσίων. Αυτά μας μεταφέρει ο Νίκιας Λούντζης στο σημείωμα της δισκογραφικής έκδοσης της όπερας.
Από την ιστορία αυτή προκύπτει το ερώτημα: Ποια είναι η βασική προϋπόθεση για να ασχοληθεί κανείς με ένα έργο; Να γνωρίζει ότι υπάρχει.
Όσο κι αν αυτό μοιάζει αυτονόητο, στην Ελλάδα είναι πολλοί οι συνθέτες για τους οποίους δεν έχουμε ούτε έναν επιγραμματικό έστω κατάλογο έργων.
Γιατί ακόμα και από αυτόν μπορεί κανείς να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για ένα συνθέτη: Προτιμάει τους μικρούς ή τους μεγάλους οργανικούς συνδυασμούς; Εκφράζεται καλύτερα στη φωνητική ή στην οργανική μουσική;
Ακόμα και από τους τίτλους των έργων μπορεί κανείς να εξάγει συμπεράσματα. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση του Αλέκου Ξένου: Σπάρτακος, Ο Διγενής δεν πέθανε, Κύπρος Ελλάδα μας. Η λαχτάρα του συνθέτη για ελευθερία και δικαιοσύνη είναι ήδη αισθητή. Από τον κατάλογο έργων του Ξένου εξάγουμε επίσης εύκολα το συμπέρασμα ότι τα βασικά του εκφραστικά μέσα είναι η φωνητική μουσική (με πλήθος τραγουδιών και χορωδιακών) και τα ορχηστρικά έργα.
Ιδιαίτερη περίπτωση στον κατάλογο του Ξένου αποτελεί η επί σειρά δεκαετιών ενασχόλησή του με τη μελοποίηση των Ελεύθερων πολιορκημένων, ενός έργου που παρεμπιπτόντως θεωρείται και αυτό χαμένο στο μεγαλύτερο μέρος του. Και αν στην περίπτωση του Παύλου Καρρέρ οι απώλειες οφείλονται στο αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, στην περίπτωση του Ξένου οφείλονται στην ανθρώπινη μικροψυχία, με τη σκόπιμη καταστροφή έργων του, λόγω των ενοχλητικών για κάποιους επαναστατικών φρονημάτων του.
Τα φρονήματα αυτά εξάλλου είναι που δίνουν στον Ξένο την ταυτότητα του επτανήσιου συνθέτη. Γιατί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της επτανησιακής τέχνης είναι ο ρομαντισμός. Και μία από τις βασικές εκφάνσεις του ρομαντισμού είναι ο ηρωισμός, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό όχι μόνο του έργου του Ξένου αλλά και ολόκληρης της ζωής του.
Για παράδειγμα, το συμφωνικό του έργο Νέοι Σουλιώτες, παρουσιάζεται εν μέσω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στις 23 Οκτωβρίου του ’41, με τον αναγκαστικά παραπλανητικό τίτλο Συμφωνική πεζογραφία σε ελληνικό θέμα. Σημείωμα του συνθέτη αναφέρει μάλιστα πως «είναι το πρώτο σ’ όλο τον Κόσμο συμφωνικό έργο, εμπνευσμένο από την αντίσταση των Λαών ενάντια στους φασίστες καταχτητές για λευτεριά και ειρήνη».
Το πνεύμα του Αλέκου Ξένου είναι επίκαιρο όσο ποτέ, τη στιγμή που σήμερα κάποιοι εμφανίζουν ως πανάκεια την επάνοδο του φασισμού και της άκρας δεξιάς. Όπως όμως γράφει ο Άγγελος Τερζάκης στο δοκίμιό του Έλεγχος της δημοκρατικής ιδέας, «κανένας, κι ο πιο ανιστόρητος, δε μπορεί να μην ξέρει ότι τα τέτοια καθεστώτα, τα καταπιεστικά, έχουν άσχημο τέλος, και πως τη στιγμή που καταλύονται, ο σπασμός κλονίζει συθέμελα, συνεπαίρνει τα πάντα, παράνομα και νόμιμα μαζί, ένοχα κι αθώα».
Γα τον Ξένο έργο και ιδεολογία συμπορεύονται. Κι ακόμα περισσότερο: το έργο του δεν είναι μια απλή αυτοβιογραφία, αλλά η πικρή καταγραφή των ζοφερών στιγμών του 20ου αιώνα.
Ομοίως, το ήθος του χαρακτήρα του φανερώνεται και στο έργο του. Ο Ξένος δεν κατέφυγε ποτέ στο επιφανειακό ξεπατίκωμα ενός μουσικού στιλ, αλλά τα άλεθε στον προσωπικό δημιουργικό του μύλο, για να δώσει κάτι χαρακτηριστικά δικό του. Το τονίζω αυτό ιδιαίτερα, γιατί δυστυχώς δεν είναι κάτι που συναντάμε πάντα, καθότι κάποιοι, φερόμενοι ως συνθέτες, επαναπαύονται σε στείρες αντιγραφές, προφανώς επειδή δεν έχουν τίποτα να πουν.
Ο Ξένος, όχι μόνο έδινε στα έργα του κάτι προσωπικό, αλλά και κάτι απόλυτα αληθινό, πάντα πιστός στα κελεύσματα του Σολωμού. Αναφέρομαι εδώ στο σεβασμό που έδειχνε στο πνεύμα των ποιητικών κειμένων, που δεν αντιπροσωπεύεται, όπως πολλοί πρεσβεύουν, από έναν ψευτο-καλώς νοούμενο λαϊκισμό – με το συνθέτη να γράφει σε ένα απλοϊκό στιλ δήθεν για να περνάνε τα ποιητικά νοήματα στο κοινό. Δουλειά του καλού συνθέτη είναι να συλλάβει την ψυχή του ποιήματος, και μέσα από τη μουσική του να την αναπτύξει, δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο, συμβιωτικό κόσμο. Η εναντίωση του Ξένου σε κάθε είδους λαϊκισμό εκφράζεται και από την αδιάκοπη αντιπαράθεσή του στη δικτατορική διάδοση ενός κακόγουστου λαϊκού τραγουδιού.
Ο Ξένος ξεκινάει από την ελληνικότητα αλλά η τέχνη του, όπως κάθε αυθεντική τέχνη, απευθύνεται σε όλη την οικουμένη, μια τέχνη πιστή στην ιδεολογία του για παγκόσμια συναδέλφωση. Δεν είναι εξάλλου τυχαία η αποδοχή που έχαιρε το έργο του από ένα συνθέτη του διαμετρήματος του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Ερχόμενος για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του Ξένου απόρησα πώς ένα τόσο σημαντικό συνθετικό έργο παραμένει εν πολλοίς ανεξερεύνητο. Γοητευμένος από την ποιότητά του – μια ποιότητα που ενισχύει δυναμικά την παρουσία της Ζακύνθου στο διεθνές μουσικό στερέωμα – αποφάσισα να ασχοληθώ σε βάθος με αυτό. Η δραστηριότητά μου αυτή κατέληξε μετά από μήνες στη σύνταξη και δημοσίευση του καταλόγου έργων του Αλέκου Ξένου, στο τεύχος 18 του περιοδικού Μουσικολογία, το 2003.
Εκτός από την κόρη του συνθέτη, Αλίκη, ιδιαίτερες ευχαριστίες πηγαίνουν από μέρους μου στο συνθέτη Ιάκωβο Κονιτόπουλο, που με έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του Ξένου. Εύχομαι η επαφή αυτή να σταθεί για σας όσο αποκαλυπτική στάθηκε και για μένα.
Διονύσης Μπουκουβάλας
13/10/2012