ΑΣΦΑΛΩΣ, για το νεόκτιστο θέατρο του νησιού μας πρωτεύον ζήτημα είναι η γρήγορη και υπεύθυνη ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών που υπολείπονται και (στη συνέχεια) ο κανονισμός και ο τρόπος της καλύτερης και απρόσκοπτης λειτουργίας του, με καθαρά καλλιτεχνικά κριτήρια και όχι με προσωπικές επιλογές ή κάθε λογής σκοπιμότητες, συμβιβασμούς, παραχωρήσεις κλπ. Έτσι, έρχεται σε δεύτερη σειρά το θέμα του ονόματος που θα δοθεί στο για δεκαετίες αναμενόμενο αυτό θέατρο, ένα από τα λίγα πολιτιστικά αποκτήματα της νεότερης – και πολλαπλά δοκιμαζόμενης – μετασεισμικής Ζακύνθου, το οποίο ευχόμαστε να μην έχει ανάλογη «τύχη» μ’ εκείνη τού για κάθε χρήση (και κάποτε για επίδειξη μόδας ή εσωρούχων!) προσφερόμενου Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ζακυνθίων.
Γύρω από το θέμα της ονομασίας αυτής εκφράζονται ήδη, καλοπροαίρετα, μα και λίγο – πολύ αβασάνιστα, διάφορες γνώμες, ώστε με τον απλό ή τον πιο έντονο προβληματισμό να καταλήξουμε στην καλύτερη δυνατή – και γενικότερα ορθή, αποδεκτή και αρμόζουσα – λύση.
Τα σχετικά ή προτεινόμενα ονόματα που λέγονται είναι πολλά και διάφορα, με τα περισσότερα βέβαια να συνδέονται – εύλογα και όπως πρέπει – με την Τέχνη και την Ιστορία του ζακυνθινού θεάτρου, ενώ κάποια άλλα -όχι άμεσα συναφή ή στενής προσωπικής αφόρμησης – κρίνονται ως μη σοβαρά για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
ΠΛΟΥΣΙΟ και αξιοθαύμαστο το θεατρικό Χθες της Ζακύνθου μάς επιτρέπει πολλές αναφορές σε περιπτώσεις αξιόλογων μορφών, που το όνομά τους θα μπορούσε να κοσμήσει το κτίσμα και την ευοίωνη, ελπίζουμε, πορεία του νέου θεάτρου, με κάποια όμως από αυτά να μην ενδείκνυνται σήμερα ή να μειονεκτούν σε σύγκριση με άλλη πιο πρόσφορη – και αντικειμενικότερα πιο σωστή και δίκαιη – πρόταση.
Ιδιαίτερα, για το επίκαιρο και λίγο – πολύ επίμαχο αυτό ζήτημα, μπορεί να ληφθούν υπόψη, τελικά ή καταληκτικά, και να προστεθούν στην όποια σχετική συζήτηση ονοματοδοσίας και τα ακόλουθα στοιχεία:
Κορυφαία πνευματική μορφή ο Ζακυνθογεννημένος Ούγος Φώσκολος (Ugo Foscolo, 1778-1827), συγγραφέας μεταξύ άλλων και θεατρικών έργων, είχε τιμηθεί παλιά και με το να δοθεί το όνομά του στο αλλοτινό και επιβλητικό (με βάση σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ), Δημοτικό Θέατρο Ζακύνθου, στη θέση του οποίου μετά το 1953 κτίστηκε το σημερινό Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζακυνθίων, που και ιστορικά και αρχιτεκτονικά και χωροταξικά και λειτουργικά δεν έχει σχέση με το παλιό και ξεχωριστό εκείνο θέατρο. Αυτό, το θυμίζουν πάντα οι ποικίλες κειμενικές, βιβλιογραφικές και φωτογραφικές ή εικαστικές αναφορές και δημοσιεύσεις, ο χειμερινός κινηματογράφος «Φώσκολος» (στο ισόγειο) και κάποιες θεατρικές παραστάσεις που δόθηκαν ή δίνονται σ’ αυτόν ή στην επάνω κύρια αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου, όπου τώρα συνεδριάζει (προσωρινά, όπως έχει ανακοινωθεί) το Δημοτικό μας Συμβούλιο ή γίνονται διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων και άλλες εκδηλώσεις…
Ιστορική συνέχεια – και συνέπεια – θα υπήρχε, μάλλον, αν ονομαζόταν «ΟΥΓΟΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ» το τωρινό Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου (στο σύνολό του) – με χρήση αποκλειστικά πνευματικοκαλλιτεχνική – και όχι το νέο θέατρο, που αποτελεί και θα είναι δείγμα ή μαρτυρία μιας άλλης εποχής και κατάστασης.
Πολύπλευρα σχετική ή συγγενική με τον Φώσκολο, η περίπτωση του Ανδρέα Κάλβου (1792 – 1869) θα μπορούσε να περιληφθεί στη γύρω από το όνομα του νέου θεάτρου συζήτηση – αναζήτηση, καθώς υπήρξε και ο ίδιος συγγραφέας δύο πρωτόλειων ιταλόγλωσσων τραγωδιών, που όμως και αυτές (όπως και οι φωσκολικές) ανήκουν απλά στις σελίδες της γραμματολογίας και όχι στην ανθεκτική διαχρονικά θεατρική ζωή.
Ίσως, το όνομα του Κάλβου θα έπρεπε τιμητικά να δοθεί στο Υπαίθριο Θέατρο Ζακύνθου, όπως – σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες – ήθελε ο εμπνευστής της δημιουργίας του Ανδρέας Ιωάννου (1918 – 1971), Κύπριος φιλοζακυνθινός και δραστήριος Νομάρχης του νησιού (1967 – 1969), με πνευματικά ενδιαφέροντα και ποικίλη πολιτιστική προσφορά.
Πνευματικά επιφανής, μα άτυχη και αδικημένη, η πρώτη ουσιαστικά ελληνίδα λογία, πεζογράφος και θεατρογράφος Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου (1801 – 1832), χωρίς ακόμη να υπάρχει ούτε δρόμος της πόλης της (μας) προς τιμήν της (!), θα μπορούσε να χαρίσει το όνομά της στο νέο θεατρικό μας κτίριο, αλλά η περίπτωσή της αφορά περισσότερο τη (δύσκολη) εποχή της και την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, χωρίς διαχρονική επιβίωση και επίδραση, με ένα μόνο έργο της (Ο Φιλάργυρος, κωμωδία) διασωσμένο και περιστασιακά ή σπάνια παρουσιασμένο.
Γνωστός κυρίως για την έμμετρη κωμωδία του Ο Χάσης, ο Δημήτριος Γουζέλης (1774 – 1843) συνιστά μια άλλη αξιόλογη περίπτωση, λίγο – πολύ αγνοημένη, με αξία όμως περισσότερο ιστορική, βιβλιογραφική, κοινωνιολογική – ηθογραφική, γλωσσική, λαογραφική κ.ά, ενταγμένη κυρίως στην τοπική πολιτιστική παράδοση και σχετική με τον «κόσμο» και το «ύφος» των λαϊκών θεατρικών «Ομιλιών» και την τοπική ή νεοελληνική λογιοσύνη.
Ο κατά είκοσι χρόνια νεώτερος του Γουζέλη Αντώνιος Μάτεσης (1794 – 1875), ποιητής και μεταφραστής, ξεχώρισε και πρωτοπόρησε με ένα επίσης σημαντικό θεατρικό έργο, το ρεαλιστικό κοινωνικο-ηθογραφικό και ιδεολογικό του δράμα Ο Βασιλικός (1829/1830), κερδίζοντας τη θέση που του αναλογούσε στη θεατρική ιστορία και ζωή του τόπου. Το έντεχνο αυτό θεατρογράφημά του παίζεται ώς τις μέρες μας, εντός και εκτός Ζακύνθου, μεταφέροντας το «κλίμα» μιας ορισμένης εποχής (τέλος Ενετοκρατίας στα Επτάνησα), χωρίς ο συγγραφέας του να δώσει στη συνέχεια άλλο επιτυχημένο δείγμα της ομόλογης δημιουργικής του πνοής.
Ο Διονύσιος Ταβουλάρης (1842; – 1928) ταλαντούχος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θιασάρχης, ονομαστός στην εποχή του, από τους ικανούς πρωτεργάτες της θεατρικής σκηνής, έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές, ιστορικούς, κριτικούς κ.ά. για το πέρασμά του από τον χώρο του θεάτρου (εντός και εκτός Ελλάδας), αλλά η σημασία του λίγο-πολύ περιορίζεται, όπως των περισσότερων αλλοτινών ομοτέχνων του, στην εποχή του και στον τομέα όπου υπηρέτησε, ψυχαγωγώντας εφήμερα το κοινό του, χωρίς φυσικά να υπάρχουν απτά τεκμήρια της υποκριτικής του ικανότητας, πέρ’ από τις όποιες διάσπαρτες αναφορές για την περίπτωσή του.
Ο πολυγραφότατος λογοτέχνης και «πατέρας» του νεοελληνικού θεάτρου Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 – 1951) κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες – και επιβιώνει συνεχώς – στα θεατρικά πράγματα του τόπου (σε πανελλήνιο επίπεδο), με πλήθος αγαπητών στο ευρύτερο αναγνωστικό, θεατρόφιλο, τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό κοινό έργων (ζακυνθινής, αθηναϊκής ή άλλης – ρεαλιστικής, φανταστικής… – υπόθεσης). Συνδυάζοντας την παράδοση με τις σύγχρονες τάσεις και μορφές του θεάτρου, γνώστης άλλων συγγραφέων (Ελλήνων και ξένων), παρήγαγε έργο πολυθεματικό, που ψυχαγώγησε ή δίδαξε, διασκέδασε ή συγκίνησε γενιές και γενιές. Πολυβραβευμένος και πλατιά αναγνωρισμένος παιδαγωγός (με τη Διάπλασή του…), κριτικός, δημοτικιστής, Ακαδημαϊκός κ.ά.π., αποτελεί «σήμα κατατεθέν» για τον τοπικό και τον μη ζακυνθινό «κόσμο» του καιρού του, επιζώντας μεταθανάτια, παρά τις πολλές αλλαγές – και χωρίς η γύρω από αυτόν ενασχόληση να έχει εξαντληθεί ή να περιορίζεται σε κύκλους ευάριθμων μόνο ερευνητών, μελετητών και ιστορικών του θεάτρου.
Άξιος συνεχιστής ή διάδοχος του Ξενόπουλου – και των άλλων προηγηθέντων θεατρικών δημιουργών – υπήρξε ο πολυτάλαντος και ευπαίδευτος, ευγενής και πνευματώδης Διονύσης Ρώμας (1906 – 1981) με πέντε θεατρικά έργα (εκτός των άλλων) στο ενεργητικό του και με πλήθος ραδιοφωνικών «Σκετς» (όπως και με αρκετές θεατρικές μεταφράσεις και κριτικές). Τελευταίος μιας σειράς δυναμικών διανοούμενων ή εκλεκτών δημιουργών της Ζακύνθου, χωρίς να διεκδικεί μοναδικά «Αριστεία» ή δάφνες αμάραντες για τα έντεχνα, πολυφωνικά και μ’ επιτυχία ανεβασμένα στη σκηνή (εκτός από ένα) θεατρογραφήματά του, ο δημιουργός του πολύτομου Περίπλου Διονύσης Ρώμας βρίσκεται, ώς ένα σημείο, κάτω από τον ίσκιο του συγγραφικού «ογκόλιθου» και ασυναγώνιστου «δασκάλου» Γρηγορίου Ξενόπουλου, κατέχοντας όμως σταθερά τη δική του ξεχωριστή θέση στη θεατρική μας πινακοθήκη.
~ . ~
Τελειώνοντας: το καινούργιο θέατρο του τόπου μας αξίζει να φέρει (και να τιμά, όπως πρέπει) το όνομα πολλών σημαντικών ή επιφανών δημιουργών του νησιού. Από τα στοιχεία, όμως, που παραθέσαμε και απ’ όσα άλλα μπορεί κάποιος να επικαλεστεί, εκείνο που, κατά τη γνώμη και άλλων συμπολιτών, υπερισχύει είναι του άξιου να τιμηθεί και μ’ αυτόν τον τρόπο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με το όνομα και μόνο του οποίου μεταφέρεται ή νιώθει κάποιος «ζωντανό» τον σύνθετο, απόμακρο ή όχι, «κόσμο» της Ζακύνθου. Αυτόν, που σε μεγάλο μέρος (και) της θεατρογραφίας του – κι όχι μόνο σ’ ένα έργο του – τον ζωγράφισε αδρά ή τον διέσωσε και τον παράστησε πιστά, διαχρονικά χαρίζοντάς τον – ηδύπικρο ή αντιφατικό, ευφρόσυνο ή συγκινητικό… – σε κάθε θεατρόφιλη γενιά.
Νομίζουμε, ότι ο τίτλος ΘΕΑΤΡΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ» λίγες αντιρρήσεις μπορεί – τώρα ή αργότερα – να προκαλέσει. Αυτές θα είναι περισσότερες, φυσικά, αν στη θέση του προτιμηθεί άλλο (σεβαστό, άλλ’ όχι της ίδιας σημασίας) όνομα. Κι αυτό, γιατί αν κάτι ανάλογο συνέβαινε π.χ. στη Σκιάθο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (με την ονομασία κάποιου κτιρίου Τέχνης και Λόγου), θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο να επιλεγεί όχι το ονοματεπώνυμο του «αγίου των γραμμάτων μας» αλλά εκείνο τού (με τη δική του αλλά πολύ μικρότερης αξίας) Αλέξανδρου Μωραϊτίδη!
Ο πολύς (όχι μόνο ποσοτικά) Γρηγόριος Ξενόπουλος αξίζει, για ποικίλους λόγους, και αυτήν την τιμή. Όσο για τους άλλους αξιομνημόνευτους και αξιοτίμητους, επίσης, Ζακυνθινούς της θεατρικής μας ιστορίας, αυτοί μπορεί να κοσμήσουν τους εσωτερικούς χώρους του νέου θεάτρου, είτε με την προτομή τους είτε με μια εκφραστική προσωπογραφία τους είτε με την ονοματοδοσία τους σε κάποιες από τις αίθουσες του κτιρίου.
Ας ευχηθούμε το νέο θέατρο Ζακύνθου να πάρει, αντικειμενικά και πειστικά, το όνομα που πρέπει. Αλλά, κυρίως, να λειτουργήσει σωστά και αποτελεσματικά, ως χώρος παραγωγής πολιτισμού ή ζωής καθαρά πνευματικοκαλλιτεχνικής.
Διονύσης Σέρρας
Συγχαρητήρια στον φίλο Διονύσιο Σέρρα για το κείμενο του.
Σαν λόγιος είπε αυτά που έπρεπε να πει… στους άλλους απομένει να τα υλοποιήσουν…
Πρόσωπα που έγραψαν πολιτιστική ιστορία στον τόπο μας έχουν αγνοηθεί και αποσιωπηθεί… τώρα με την ευκαιρία του νέου θεάτρου καλό θα είναι να τα θυμηθούμε κ να τους δώσουμε την πρέπουσα σημασία…