Γνωριστήκαμε στη Βενετία όταν, ως υπότροφος του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, επεξεργαζόταν το θέμα της διδακτορικής του διατριβής. Για πρώτη φορά μπόρεσα τότε να εκτιμήσω τη συγκρότηση των νοητικών μηχανισμών, το εύρος της γνωστικής επάρκειας, την ανεξαρτησία του αντισυμβατικού χαρακτήρα του.
Γι’ αυτό άλλωστε και από τις αρχές του 2001 ο Δημήτρης Αρβανιτάκης συγκαταλέγεται στους βασικούς συνεργάτες του Μουσείου Μπενάκη. Όπου οι ευθύνες ποικίλων πνευματικών, ερευνητικών και εκδοτικών προγραμμάτων, καθώς και οι απαιτήσεις πολλών άλλων σχετικών δραστηριοτήτων, αντί να συμπτύξουν το δημιουργικό του σθένος, ενίσχυσαν θεαματικά τα ενδιαφέροντα των επιστημονικών του επιδόσεων.
Μολονότι δεν είμαι σε θέση να διακρίνω ανθρωπογεωγραφικές διαφορές ανάμεσα στους Ζακυνθινούς λ.χ. και τους Κερκυραίους, τους οποίους ξέρω καλύτερα, θα έλεγα πως ο Αρβανιτάκης χαρακτηρίζεται ιδιοσυγκρασιακά από τυπικά γνωρίσματα των Επτανησίων. Από μια έμφυτη κυρίως ευγένεια, καθόλου συχνή στα νεοελληνικά ήθη, που διευκολύνει την άνεση της ευπροσήγορης συνομιλίας ακόμα και με απόψεις αντίθετης αφετηρίας. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι υποχωρεί εύκολα ή ότι μεταβάλλει τις πεποιθήσεις του και αλλάζει τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Γιατί το πείσμα της ακλόνητης εμμονής, αγγίζοντας συχνά τα επίπεδα της ξεροκεφαλιάς, συγκαταλέγεται επίσης στα επτανησιακά χαρίσματα. Σημαίνει όμως ότι μπορεί να σέβεται τη διαπιστωμένη αντιφατικότητα πολλών ιδεών, ή μάλλον τη διαλεκτική τους πολυσημία, αναγνωρίζοντας, συνακόλουθα, τα αυτονόητα δικαιώματα που διεκδικούν αντίθετες γνώμες. Αναφέρομαι σε μια κοινωνικής φύσεως αρετή, μια προϋπόθεση θεμελιακής σημασίας για κάθε συνεννόηση και για την επιβεβλημένη συνύπαρξη με διαφορετικές ενίοτε νοοτροπίες αντίστοιχα εμπεδωμένων πεποιθήσεων.
Η ιδιαιτερότητα όμως του Αρβανιτάκη δεν διαμορφώθηκε μόνο από στέρεες οικογενειακές παραδόσεις, ούτε μόνο από διασταυρώσεις με πολιτικά ή συνδικαλιστικά δρώμενα, αλλά και από την πειθαρχία των ακαδημαϊκών στοχεύσεων. Από μια πνευματική δηλαδή καλλιέργεια η οποία του επιτρέπει να κυκλοφορεί με ευχέρεια σε δύσβατες περιοχές του επιστητού και να εναλλάσσει με ταχύτητα τα ιστορικά του ερωτήματα και τους λογοτεχνικούς του προβληματισμούς. Να υπερασπίζεται, δηλαδή, ό,τι προσωπικά θεωρώ σημαντικότερο για τους πολιτισμικούς ορίζοντες κάθε νέου επιστήμονα της εποχής μας: την αναγωγή της εξειδικευμένης έρευνας στις ευρύτερες περιοχές των όχι αυστηρά περιχαρακωμένων αναζητήσεων. Το προσόν αυτό, πάντως, φαίνεται πως δεν εκτιμήθηκε απ’ όσους καταψήφισαν την υποψηφιότητα της εκλογής του σε ένα Πανεπιστήμιο, που φέρει το όνομα κάποιου επίσης Επτανησιώτη.
Άγγελος Δεληβορριάς
Διευθυντής Μουσείου Μπενάκη