Έτσι ακριβώς διαλαλούσε ο Θεμελής, δημόσιος κήρυκας της εποχής, με την στεντόρεια και κιάρα φωνή του, (έτοιμος να δώσει την κατάλληλη απάντηση στον όποιο εξυπνάκια Ζακυνθινό, θα του φώναζε ‘‘το πήρονα’’) διαφημίζοντας το βδομαδιάτικο δρομολόγιο του α/π ‘‘Άνδρος’’ του Διαπούλη. Οπού στη Ζάκυνθο το πρακτορεύει ο μακαρίτης Φίλιππος ο Λογιωτατόπουλος, φίλος καρδιακός ένεκα παλαιής κολεγάτσιας με τον παπα-Πισκοπόπουλο, μακαρίτης κι η αγιοσύνη του.
Και τούτο για να υπενθυμίζει, στους μέλλοντες είτε να ταξιδέψουν, είτε να μπαρκάρουν κάποια τοπικά προϊόντα, ότι μισή ώρα τουλάχιστο πριν από τις 5 θα πρέπει το δίχως άλλο να πεστάρουν έδεκει στην προκυμαία (Μόλο Αγίου Νικολάου) γιατί η αναχώρηση του σκάφους εξαρτιότανε, πρώτα από την ώρα που θα κατάπλεε από Κεφαλονιά και δεύτερο από τον όγκο των εμπορευμάτων που επρόκειτο να φορτώσει.
Οπότε, αν οι προϋποθέσεις λαχαίνανε λάσκες, ο απόπλους σίγουρα επισπεύδεται. Εάν επρόκειτο μάλιστα για τον καπεταν-Γιώργη του ‘‘Κωστάκης Τόγιας’’, του αλλουνού παναπεί ποστάλι που εκτελεί το δεύτερο βδομαδιάτικο δρομολόγιο, οπού η σβελτοσύνη του στσι μανούβρες υπήρξε μοναδική, ήτανε καπάτσος ν’ απαρατήσει κάθε βραδυπορούντα στην αποβάθρα, να γοδέρει το απέναντί του Μπαστούνι τ’ Αγίου.
Όλα αυτά βέβαια ίσαμε το Μεγαλοβδόμαδο του ’60 οπού ο Ζαμπάζας (Τζίμη Λόντος), σε μια κρίση ενθουσιασμού και υπό τις επευφημίες των συμπατριωτών του, αράζει στο ζακυνθινό λιμάνι το πρώτο ανοικτού τύπου πορθμείο.
Για να ενώσει σταθερά κι αμετάκλητα το νησί με την αντικρινή κυλλινιώτικη ακτή, συντάσσοντας παράλληλα τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ακτοπλοϊκής γραμμής Πειραιά-Πάτρα-Ζάκυνθος-Ληξούρι- Αργοστόλι. Όπου για μισό περίπου αιώνα, λίγο μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου (1893) συνδέει κυρίως το Τζάντε με την ρέστα Ελλάδα.
Και λέμε κυρίως, γιατί σε περίπτωση ανάγκης μπορούσε κανείς να ταξιδεύσει με καΐκι μέσω Κυλλήνης και, αποκεί σιδηροδρομικώς για Αθήνα. Αυτό βέβαια σε έκτακτες περιπτώσεις, που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα πλοία της γραμμής.
Έτσι, μέχρι την άνοιξη του ’41 που μας κοπιάζουν οι Ιταλιάνοι (1/5) η παραπάνω εβδομαδιαία συγκοινωνία, ακόμα και κατά την εξάμηνη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία, εξυπηρετεί κανονικά Ζακυνθινούς τε και Κεφαλλονίτες. Ξεκινώντας όπως είπαμε από Πειραιά, τις απογευματινές συνήθως ώρες. Πιάνει Πάτρα γύρω στις 4 την αυγή και στη συνέχεια κατά τις 10 η ώρα το πολύ (ανάλογα με τα κέφια του Πάπα) μπουκάρει θαρρετά στο ζακυνθινό Πόρτο.
Οπότε στη μνήμη των Ζακυνθινών, όσων υπάρχουν ακόμα από εκείνη την ηρωική εποχή, παραμένουν κάποια ονόματα πλοίων, όπως το ‘‘Πολικός’’, το ‘‘Έρση’’, το ‘‘Αλμπέρτα’’, το ‘‘Πόπη’’ κ.α. που τους εξυπηρετούσαν στα λιγοστά τοτινά τους ταξίδια. (Καλά δεν τα λέω φίλτατε Γιάννη Βούλτση;)
Για να στέκουνε εδεκεί αρόδο στη μέση περίπου της λιμενολεκάνης, αποβιβάζοντας επιβάτες και εμπορεύματα. Τους μεν πρώτους σε βάρκες που ασπετάρουνε ένα γύρω ως να κατεβάσουν τη σκάλα, τα δε εμπορεύματα στις μαούνες (φορτηγίδες) του Τόφαλου, οπού μαϊνάροντας κι ετούτες, έχουνε διπλαρώσει από την άλλη μεριά.
Αυτά φυσικά για τους νόμιμους ταξιδιώτες, όσοι δηλαδή είναι εφοδιασμένοι με ‘‘άδεια ταξιδίου’’ και λοιπά ‘‘παπία’’. Τόμου για τους άλλους τους λαθραίους υπάρχουν τα κοντραμπαντιέρικα, που ολονυχτίς απερνάνε το κανάλι, σαν να σουλατσέρνουνε το καντούνι της γειτονιάς τους.
Αφού οι Ιταλοί παραχωρούνε άδειες ταξιδίου μόνο σε ημετέρους και σε τούτους μάλιστα με το σταγονόμετρο. Μη παραλείποντας κιόλας να συσταίνουν στον όποιο ζητάει να ταξιδέψει, είτε για λόγους υγείας, είτε για ψώνια:
-‘’Πετάξου καημένε καλύτερα ίσαμε τη… Ρώμη, οπού και μαγκιόρους γιατρούς έχει, κι από αγορά θα… τρίβεις τα μάτια σου’’.
Με την ίδια κατάσταση να συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση, για να την πληρώσουν ακριβά κάποιοι Ζακυνθινοί (επιβάτες και πληρώματα) από τις επιπλέουσες νάρκες, που λασκάροντας από τα ναρκοπέδια κυκλοφορούνε στα πελάγη ελεύθερες και… φονικές.
Η εξουσία, που ως ειπώθηκε, καταφτάνει στη Ζάκυνθο τ’ απομεσήμερο της 23ης Μαρτίου 1945, στο πρόσωπο του Νικολάου του Θεοφανόπουλου, πρώτου μετακατοχικού Νομάρχη Ζακύνθου, τρεις μέρες πριν από τα εκτελεστικά όργανα, (την Εθνοφυλακή παναπεί και τους κολεγάδες τους Εγγλέζους) μέσα στα πρώτα μελήματά της θα είναι κι η αποκατάσταση της συγκοινωνίας με τα νησιά του Ιονίου (Ζάκυνθο και Κεφαλονιά).
Για τούτο μετά την εκκαθάριση του διαύλου από Εγγλέζικη Μοίρα Ναρκαλιευτικών, που για μέρες σαρώνει τις ένα γύρω θάλασσες, εξασφαλίζοντας ένα ασφαλές πέρασμα, δρομολογούνται αρχικά οι περίφημες κ ο ρ β έ τ ε ς. Παροπλισμένα πολεμικά που στα περισσότερα έχουν δοθεί ονόματα αιγιοπελαγίτικων νησιών. Όπως ‘‘ΧΙΟΣ’’, ‘‘ΣΑΜΟΣ’’, ‘‘ΣΥΡΟΣ’’ κ.α. που αναλαμβάνουν να εκτελούν άπαξ της εβδομάδος το κλασικό προπολεμικό δρομολόγιο.
Με τη διαφορά ότι δεν ξεκινούν, ούτε τερματίζουν στον Πειραιά αλλά σε Λουτράκι, καθόσον η διώρυγα της Κορίνθου μετά την ανατίναξή της από τους Γερμανούς, παραμένει ακόμα κλειστή.
Συγκοινωνία ναι, αλλά με πολλά προβλήματα, γιατί ούτε ωράριο τηρείται, ούτε τα πλοία διαθέτουν τους στοιχειώδεις έστω χώρους που χρειάζεται το επιβατηγό κοινό.
Κι ως προς το πρώτο, ανακοινώνεται απλά ότι το δρομολόγιο αυτής της εβδομάδας θα πραγματοποιηθεί αίφνης Κυριακή! Αλλά σε ποίο κομμάτι της Κυριακής δεν αναφέρεται. Και αυτό μπορεί να είναι είτε πρωί, είτε μεσημέρι, είτε βράδυ , είτε μεσάνυχτα. Όσο για τις συνθήκες ταξιδίου ας μη γίνεται λόγος, γιατί δεν υπάρχουν, μήτε θέσεις, μήτε κλίνες, μήτε κυλικείο . Αλλά κι οι χώροι ακόμα υγιεινής είναι ανεπαρκέστατοι.
Η κατάσταση βέβαια συν τω χρόνω ομαλοποιείται με τη δρομολόγηση κανονικού επιβατηγού ατμόπλοιου. Πρόκειται για το αξέχαστο ‘‘Ιόνιον’’, που οι Ζακυνθινοί θα το πούνε α ι ώ ν ι ο ν. Χωρίς να’ χουνε άδικο. Τόμου για να φτάσει κανείς στον Πειραιά, (που μετά την αποκατάσταση του Ισθμού έγινε προσπελάσιμος) χρειάζεται … έναν αιώνα!
Από το ’49 ωστόσο μία σειρά επιβατηγών μπαίνει διαδοχικά στη γραμμή, καλυτερεύοντας όσο και να’ ναι τα πράγματα. Με δύο δρομολόγια εβδομαδιαίως και ανθρώπινες συνθήκες ταξιδίου. Όπως είναι: Το ‘‘Ηλιούπολης’’, το ‘‘Αρκαδία’’, το ‘‘Καδιό’’, το ‘‘Γλάρος’’ , το ‘‘Σοφία Τόγια’’ που θα μετονομαστεί σε ‘‘Άνδρος’’, το ‘‘Βαρβάρα Τσέπα’’ μετονομαζόμενο κι ετούτο πρώτα σε ‘‘Μαρή’’ και ύστερα σε ‘‘Κωστάκης Τόγιας’’, ενώ μετά το ’53 δρομολογείται επιπλέον και το ‘‘Κολοκοτρώνης’’ εναλλάξ με το ‘‘Μιαούλης’’ του Ποταμιάνου.
Σύγχρονα σκάφη, μεγαλύτερα, ταχύτερα και ανετότερα. Που διαθέτουν για πρώτη φορά εκτός των τριών κλασικών θέσεων (Α+Β+Γ) και τουριστική. Συμφερτική σε ναύλο και, με καμπίνες των δύο κρεβατιών. Έτσι με μικρή διαφορά γλυτώνει κάνεις το μαρτύριο των εξάκλινων της Β θέσης, που διαθέτουν τα άλλα ποστάλια. Γιατί η Α για μας τους μικρούς, είναι απλησίαστη.
Το ‘‘Άνδρος’’ ωστόσο για λόγους διαφήμισης κάνει μία τσάκιση (μανούβρα παναπεί του Λογιωτατόπουλου) παραχωρώντας σε δικούς τε και φίλους, εισιτήριο Γ θέσεως με δικαίωμα ‘‘παραμονής’’ στη Β , χωρίς φυσικά κλίνη. Έτσι δεν προφτάνει να λασκάρει η τραπεζαρία από τους όσους δειπνάνε, για να καταληφθούν αστραπιαία καθίσματα και καναπέδες, από τους κάθε λογίς ‘‘παραμένοντες’’, προετοιμαζόμενοι από τα τώρα για νανάκια τους. Κι όπως από… ευγένεια συνηθίζουν οι άνθρωποι να αποβάλουν τα υποδήματά τους, η ποδαρίλα που αναδίδει ο χώρος όλη τη νύχτα σκάει γάιδαρο !
Εκτός όμως της κύριας γραμμής Πειραιά-Πάτρα-Ζάκυνθο-Ληξούρι- Αργοστόλι, από τα μέσα του ’49 λειτουργεί τακτικά αναβαθμισμένη και η παλιά, μέσω Κυλλήνης περίπτωση. Όπου τη θαλάσσια απόσταση (δύο περίπου ώρες) την εκτελεί το ’’Επτάνησος’’ ιδιοκτησίας Ζαμπάζα (σιδερένιο ως το ’53) και από εκεί κι έπειτα ως την Άνοιξη του ’60, το ‘‘Επτάνησος ΙΙ’’ (ξύλινο ετούτο).
Για αυτό μάλιστα το τελευταίο, κυκλοφορεί μία αστεία ιστορία. Καθώς σε κάποια μετασκευή του είχε αφαιρεθεί η… πλώρη, έτσι ως το πρωταντικρίζει έδεκει απόξω από το Λιμεναρχείο ο Γιάννης ο Τσαούσης, από τους πιο σοχαδιάριδες Ζακυνθινούς, αρωτάει φωναχτά τους ένα γύρω, που το παρατηρούνε και ετούτοι :
-‘‘Ωρές παιδία, πού είναι άλλο μισό;’’
Όσο για τα ρέστα, έχει φροντίσει το Πρακτορείο Ζαμπάζα, έχοντας συνάψει σύβαση με τους Σ.Π.Α.Π. ώστε ο ταξιδιώτης να μπορεί να εκδίδει από δω εισιτήριο. Εξασφαλίζοντας θέση και μάλιστα αριθμημένη στην Automotrice που περνάει από Καβάσιλα. (Για το τραινάκι της Κυλλήνης δεν υπάρχει θέμα γιατί αν δεν βρει θέση στο βαγόνι, στρώνεται οκλαδόν πάνω στη σκέπαση.)
Για να προτιμάται από ικανό αριθμό ταξιδευτών, αφού και οικονομικότερα τους έρχεται και παρέχει τη δυνατότητα να παίρνει κανείς το πρωί τον καφέ του στου Κέκου και να απολαμβάνει το βραδάκι το παγωτό του στου Φλόκα. Όπως τη διαφημίζουν ευρέως οι Ζαμπαζαίοι.
Αλάργα όμως για τους επιστρέφοντες από Αθήνα, να μην έχει πιάσει δηλαδή το γλυκύ του το κανάλι, γιατί τότε δεν γλυτώνουν τη διανυκτέρευση στο κυλλινιώτικο Νταχάου, που να’ χουνε ακόμα και το διάολο μπάρμπα.
Για να παραμένει ωστόσο κυρίαρχη η παλαίμαχη γραμμή που ξεκινάει από Πειραιά και καταλήγει στ’ Αργοστόλι. Γιατί και πιο άνετη είναι (δώδεκα ώρες ταξίδι, από τις οποίες οι μισές στο κρεβάτι) και χρόνια τώρα έχει γίνει συνήθειο για τους Ζακυνθινούς. Και το σπουδαιότερο, είτε σε Πειραιά κατεβαίνεις στο πήγαινε, είτε στη Ζάκυνθο ξεμπαρκάρεις στο έλα, βρίσκεσαι πάντα φρέσκος και… ωραίος , έτοιμος να συνεχίσεις τσι δουλειές σου.
Οι χωρικοί μάλιστα αιώνιοι σφιχτοχέρηδες, προτιμούν να ταξιδεύουν χειμώνα καλοκαίρι Γ θέση, που έρχεται συμφερτική. Και αν διαθέτουν μάλιστα κάποια κουβέρτα, είτε στις αποσκευές τους, είτε μπιθιάζοντάς την από κάνα καμαρότο, την βγάνουνε μπέικα.
Και τούτο για τους χειμωνιάτικους μόνο μήνες, γιατί τους καλοκαιρινούς ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα δεν τους χρειάζεται μήτε κουβέρτα.
Αλλά κι ο ζακυνθινός νεαρόκοσμος και ιδιαίτερα οι φοιτητές, που έχουν λόγους να ταξιδεύουν συχνότερα, δεν αλλάζουν το πλοίο της γραμμής με τίποτα. Μια και τους παρέχεται ευκαιρία για ένα τρυφερό τετ-α-τετ με κάτι κουτσούνες κεφαλονητοπούλες, σκέτους πειρασμούς. Που όπως προηγούνται από τις δικές μας τις ζακυνθινές σε… καταδεκτικότητα, δεν διστάζουν να τους χαρίσουν αρχικά την παρέα τους. Με τη διαφορά, πως ξεσκολισμένες όπως παρουσιάζονται ετούτες, η όποια σχέση μαζί τους δεν κάνει ούτε ένα βήμα παραπάνω από εκεί που αράζει το πλοίο. Εφ’ ω και κάθε επίδοξος Ρωμαίος της εποχής, θα πρέπει να λογίζεται ευτυχής, αν σε κάποιο επόμενο ταξίδι, ματασυναντήσει την Ιλιουέττα του, μήπως παναπεί συνεχίσουν από εκεί που εμείνανε την πρώτη φορά.
Κι αυτά όλα ως την άνοιξη του ’60, που θα τα διαγράψει με μία μονοκοντυλιά. ο μακαρίτης ο Τζίμη- Λόντος.
—————–
(Οι φωτογραφίες που κοσμούν το χρονικό, σπάνιες οπωδήποτε, είναι προσφορά του φίλου μας κ. Νίκια Λούντζη, στον οποίον αφιερώνουμε το κομμάτι.)
(11/04/2014) [email protected]