Μπροστά στο κατώφλι μιας νέας χρονιάς ο κατά περίπτωσιν αφηγητής, οφείλει, πιστεύω, ν’ αντιμετωπίζει την επικαιρότητα με τον ρεαλισμό που της ανήκει και με το τεκμήριο της αισιοδοξίας που η περίπτωση απαιτεί. Όταν όμως η αισιοδοξία, δηλώνει απούσα, αντιλαμβάνεσθε αν όχι τη δυσχερή θέση του γράφοντος, τουλάχιστον τον δισταγμό της συμμετοχής του, σε μιαν ως η παρούσα, οπωσδήποτε εορταστική, ετήσια έκδοση των “Eπιλογών” του τοπικού “Eρμή”. Eτέρωθεν το τέλος κάθε χρονιάς, πέρα από τις ευχές για μια καλύτερη, απαιτεί παράλληλα και μια λογοδοσία για τα πεπραγμένα της. Τι ευχές όμως να διατυπώσει κανείς, έχοντας ήδη, μέσα στην προηγούμενη, βιώσει τρία αλλεπάλληλα “μνημόνια” και μπροστά σ’ ένα μέλλον για το οποίο ο κλασσικός αρνητικός χαρακτηρισμός του ως “ζοφερού” ή “δυσοίωνου”, δεν θα μπορούσε να σταθεί ως επαρκής; Αλλά και ως προς την απαιτούμενη λογοδοσία είναι παρά πολλά τα θέματα και πολλοί εκείνοι από τους οποίους θα μπορούσε κανείς να την ζητήσει. Μη θέλοντας ωστόσο να επιβαρύνω το κλίμα των ημερών με οδυνηρές αξιώσεις, θ’αναφερθώ σε μια λογοδοσία όχι δική μου, που η ιστορική της μεταφορά εδώ, βρίσκει είτε την θετική είτε την αρνητική της αντανάκλαση σε σύγχρονα πρόσωπα και θεσμικούς παράγοντες της κοινωνικού και πολιτισμικού μας γίγνεσθαι. Και για να μη μακρυγορώ, σπεύδω να δηλώσω ότι ο λόγος μου έχει σχέση με το υπό αποπεράτωση δημοτικό θέατρο του τόπου μας και την ιστορική του διαδρομή.
Αρχίζω με την επισήμανση ότι η έλλειψη θεατρικής στέγης στη Ζάκυνθο, από τους σεισμούς του 1953 και μετά, αποτελούσε πάντα το κερασάκι της τούρτας των προεκλογικών εξαγγελιών, πάσης υποψήφιας αρχής και εξουσίας εν τω τόπω, ήτοι βουλευτή, νομάρχη ή δημάρχου και των τούτοις παρεπομένων. Και ναι μεν επί “χούντας” και επί ενός αξιώτατου, κατά τα άλλα, νομάρχη της, του Ανδρέα Ιωάννου, πραγματοποιήθηκε η υποδόμηση του υπαίθριου δημοτικού θεάτρου, που ολοκλήρωσε ο πραγματικά ευαίσθητος δήμαρχος Μπούμπης Κεφαλληνός, θεατρική «στέγη» όμως κατά κυριολεξία, κλειστού δηλαδή θεάτρου, δεν απέκτησε η Ζάκυνθος.
Το χρονικό της οικοδόμησης του υπό αποπεράτωση ήδη κλειστού δημοτικού θεάτρου, αρχίζει με την έλευση στη Ζάκυνθο ως νομάρχη, της κεφαλονίτισσας Κατερίνας Κουταλά. Aναδειγμένη μέσα από το κεφαλονίτικο περιβάλλον του τότε υπουργού Γεράσιμου Αρσένη και διορισμένη από την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, φθάνει στη Ζάκυνθο στα τέλη Οκτωβρίου 1993, αποφασισμένη να γράψει στο νησί μια δική της ιστορία. Κι ήταν άνοιξη θυμάμαι του 1994, όταν ο προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου της Νομαρχίας Φίλιππος Συνετός, ο “εργοδότης” μου, όπως χιουμοριστικά τον προσφωνώ, μού διαβιβάζει πρόσκληση της νομάρχη να συμμετάσχω σε συζήτηση, για τη δημιουργία νέου κλειστού Θεάτρου Ζακύνθου. Τότε ήμουν πρόεδρος στη “Φιλόμουση Κίνηση Ζακύνθου” και ο Φίλιππος έφορος δημοσίων σχέσεων. Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο της νομάρχη, εκτός των δύο που προανάφερα, συμμετείχαν ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Χονδρογιάννης, η μηχανικός της νομαρχίας Μαρία Σιδηροκαστρίτη, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κώστας Καποδίστριας και ο Διονύσης Φλεμοτόμος, ο γνωστός λογοτέχνης, ενώ στην ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε στη συνέχεια προστέθηκαν η προϊσταμένη του Μεταβυζαντινού Μουσείου Ζακύνθου Ζωή Μυλωνά, καθώς και ο ειδικός σύμβουλος τοπικής αυτοδιοίκησης Στέλιος Πέττας.
Πρόθεση της κας Κουταλά, όπως μας είπε, ήταν, στα πλαίσια των εργασιών του Περιφερειακού Συμβουλίου Ιονίων Νήσων, να προτείνει την δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού έργου για τον νομό, καθώς και την ανάπτυξη μια σειράς δράσεων πολιτιστικού χαρακτήρα, όπως εκδόσεις βιβλίων τοπικής ιστορίας κ.ά. Κοινή ωστόσο θέση όλων των παρευρισκομένων υπήρξε, πως το σημαντικότερο πολιτιστικό έργο για το νησί της Ζακύνθου θα ήταν η ανέγερση ενός σύγχρονου κλειστού θεάτρου, εφάμιλλου εκείνου που κάηκε στη σεισμοπυρκαϊά του 1953. Ως προς το χώρο της ανέγερσης δυσκολευτήκαμε κάπως, για να καταλήξουμε τελικά ότι αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από τα οικόπεδα που υπήρχαν οι σταφιδαποθήκες του ΑΣΟ στην παραλιακή λεωφόρο Κων. Λομβάρδου, που επρόκειτο να κλείσει και να διανείμει τα οικόπεδά του στις τοπικές ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών. Τελικά συμφωνήσαμε να υποβάλουμε μια εμπεριστατωμένη εισήγηση με το σκεπτικό των προτάσεών μας, ώστε να τις επεξεργαστεί η κα Κουταλά και να τις καταθέσει στο περιφερειακό συμβούλιο Ιονίων Νήσων. Τον συντονισμό των ενεργειών ανέλαβε ο Φίλιππος Συνετός ενώ η Μαρία Σιδηροκαστρίτη και ο Σταμάτης Χονδρογιάννης ανέλαβαν την τεχνική επεξεργασία της πρότασης.
Το περιφερειακό συμβούλιο Ιονίων Νήσων πραγματοποιήθηκε τελικά στη Ζάκυνθο στις 23 Μαρτίου 1994, όπου η και η νομάρχης στην εκτενή εισήγησή της αναφέρθηκε και στο θέμα του θεάτρου, καταλήγοντας: «Κλείνοντας την σύντομη αυτή παρουσίαση θα ήθελα να δανειστώ τα λόγια του Στέλιου Τζερμπίνου όπως ακριβώς τα διετύπωσε κατά την διάρκεια των συζητήσεων για την προετοιμασία αυτής της εισήγησης: “Δεν ξέρω αν είναι λίγα ή πολλά αυτά που ζητάμε. Αποτελούν πάντως το minimum, όχι απλώς μιας ιστορικής συνέπειας, αλλά της βιοτικής ανάγκης ενός λαού που στην πολύχρονη πολιτισμική διαδρομή του έμαθε να ξεχωρίζει εκείνο που αναγκαστικά τού σερβίρουν από εκείνο που δικαιωματικά του ανήκει” (Βλ. εφημ. “Eβδομάδα” Τέχνες και Πολιτισμός, 27 Απρ. 1994).
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι καταθέτοντας την παραπάνω εισήγηση στις περί θεάτρου συζητήσεις μας είχα φροντίσει να εφοδιάσω την κα Κουταλά και με δύο, διαχρονικής αξίας, κείμενα, που κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν, αν όχι να συγκινήσουν, τουλάχιστον να υποκαύσουν την φιλοτιμία των αρμοδίων αλλά και καθ’ ύλην ή κατά λειτουργίαν υποχρέων, πολιτιστικών φορέων του τόπου.
Το πρώτο κείμενο ήταν ένα σπάνιο συλλεκτικό ανάτυπο λογοδοσίας πεπραγμένων της πρώτης (1899-1903) από τις τρεις πλήρεις τετραετίες της δημαρχίας του αείμνηστου δημάρχου Αντωνίου Μακρή (1853-1937), όπου με πλήρη την αίσθηση του οφειλόμενου χρέους του απέναντι στο λαό της Ζακύνθου και τους ψηφορόρους του, ανάμεσα στους άλλους τομείς της δημοτικής του δράσης (οικονομικά του Δήμου, ηλεκτροφωτισμός, νεκροταφεία, υδραγωγεία, δρόμοι, οδοσήμανση, πλατείες κλπ) αναφέρεται και στα δημοτικά κτίρια, όπου και αναφέρει τα ακόλουθα: «΄Οτε ανέλαβον την διοίκησιν του Δήμου, εύρον κατερειπωμένον το εν τη πλατεία Γεωργίου Α΄ (είναι η σημερινή πλατεία Σολωμού) δημοτικόν Θέατρον και το Παράρτημα αυτού (ήταν η κατά προέκτασιν του θεάτρου συστεγαζόμενη λέσχη του πολιτικού συλλόγου “o Λομβάρδος”), περί ων ανωτέρω ανέφερα. Τα δημοτικά ταύτα κτίρια, άτινα είχον στοιχίσει εις τον Δήμον άνω των 200.000 δραχμών, εκ των κατά το 1893 επισυμβάντων σεισμών κατεστράφησαν, παρουσιάζοντα όψιν οικτράν υπό πάσαν έποψιν, προσβάλλοντα και αυτήν την όσφρησιν παντός διαβάτου και αποστερούντα συγχρόνως τους πολίτας της απολαύσεως του εν πάση εξευγενισμένη κοινωνία απαραιτήτου θεάτρου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω μοί επεβάλετο να μεριμνήσω περί ανακαινίσεως των οικοδομών τούτων, όπως εκλειπούσης της ειρημένης ασχημίας ωραϊσθή εξ ενός η κεντρικωτέρα και μεγαλειτέρα Πλατεία μας, η τιμωμένη δια του ονόματος του ημετέρου Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, απολαύση δ’ εκ του άλλου η κοινωνία μας εφεξής των θεατρικών διασκεδάσεων, τούθ’ όπερ και θα προσείλκυεν εκάστοτε ικανούς ξένους, εξ ών θα ωφελείτο ου σμικρόν ο τόπος μας.
Τα έργα εξετελέσθησαν εγκατασταθέντος εν τω παραρτήματι και του ηλεκτροφωτισμού. Η πλατεία μας ωραΐσθη και τη 26 Ιανουαρίου 1902 ηνεώχθησαν αι πύλαι του θεάτρου, προς τέρψιν των συνδημοτών και μεγίστην χαρά αυτών δια την αποπεράρτωσιν του έργου, το οποίον εθεωρείτο απραγματοποίητον, και αντί δαπάνης δραχ. 123.462,16 διεσώθησαν οικοδομαί, δι άς άλλοτε ως είπον, εδαπάνησεν ο Δήμος ποσόν διπλάσιον σχεδόν και εκ των οποίων ήδη απολαμβάνει ετησίως, ως ανωτέρω είρηται, εκ μεν του παραρτήματος ένθα εγκαταστάθη ο πολιτικός Σύλλογος «ο Λομβάρδος», όστις μετά του ετέρου Καταστήματος της λέσχης «ο Ζάκυνθος» κοσμούσι την ημετέραν πόλιν, δραχ. 1.800 ετησίως, εκ δε του καφφενείου του θεάτρου δραχ. 700, ήτοι εν όπλω δραχ. 2.500. […]
Το δεύτερο κείμενο ήταν ένα χρονογράφημα της τοπικής εφημερίδας
“Ελπίς” της 27 Ιανουαρίου 1902, και αφορούσε τα εγκαίνια του ανα-οικοδομηθέντος πλέον δημοτικού θεάτρου, που εννέα μόνο χρόνια από την καταστροφή του (από τους σεισμούς του 1893) ξανάνοιγε τις πύλες του στη μουσολατρεία των Ζακυνθινών. Η πανηγυρικότητα του δημοσιεύματος είναι κατέκδηλη:
«ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ. ΄Ο,τι εθεωρείτο όνειρον, χθες απεδείχθη πραγματικότης, ό,τι ενομίζετο αδύνατον χθες συνετελέσθη. Τα ερείπια μετεβλήθησαν εις παλάτια, οι λίθοι και τα συντρίμματα εις μεγαλοπρεπές κτίριον. Και το υπό των καταστρεπτικών σεισμών του 1893 κρημνισθέν θέατρόν μας ανοικοδομηθέν στερεώτερον, μεγαλοπρεπέστερον και διαρκέστερον τη επιμόνω και θαυμαστή επιμονή και δραστηριότητι του αξιοθαυμάστου Δημάρχου μας κ. Αντωνίου Μακρή, ήνοιξε χθές το εσπέρας τας πύλας του τελεσθέντων την πρωϊαν των εγκαινίων αυτού. Από πρωΐας αι επί του δημοτικού καταστήματος και του κωδωνοστασίου των Αγ. Πάντων ανηρτημέναι σημαίαι και το κροτούν τηλεβόλον ειδοποίουν την τέλεσιν των εγκαινίων. Ούτως την δεκάτην πρωϊνήν ώραν προσήλθεν εις το θέατρον ο κ. Δήμαρχος μετά των κ.κ. δημοτικών Συμβούλων και ο κ. Νομάρχης και πλήθος κόσμου. Τον Αγιασμόν ετέλεσεν ο Εφημέριος της Μητροπόλεως Ιερεύς κ. ΄Ομηρος Περάτης μετά του Ιεροδιακόνου κ. Νικολάου Αβούρη, μετά το πέρας του οποίου ο Ελληνοδιδάσκαλος κ. Γεώργιος Μάνεσης απήγγειλε ωραίον λόγον περί της σημασίας του θεάτρου και των ηθικών διδαγμάτων της σκηνής εν τω αρχαίω θεάτρω και περί της επιδράσεως της μουσικής εν τη ηθική διαπαιδαγωγήσει του ημετέρου λαού, ηυχήθη δε όπως και η σκηνή του ημετέρου θεάτρου, όπερ ο φιλόπολις δήμαρχός μας εξ ερειπίων ανήγειρε, αποβή διδακτήριον ηθικόν και διαπλαστικόν ευγενών αισθημάτων.
Τον λόγον του κ. Μάνεση κατεχειροκρότησε το παριστάμενον πλήθος μεθ’ ό εζητωκραύγασαν πάντες υπέρ του κ. Δημάρχου».
Τα παραπάνω κείμενο σχολιασμένο από τον υπογράφοντα δημοσιεύτηκε αργότερα στην τοπική “Εβδομάδα” της 8 Ιαν. 1995.
Η υπόθεση ωστόσο της εξασφάλισης χώρου για την ανέγερση θεάτρου παρέμεινε μετέωρη μέχρι τον Ιούνιο του 1999, όταν, επί δημαρχίας Γιάννη Αγαλιανού, από δημοσιεύματα του τοπικού τύπου πληροφορούμαστε ότι “Ο υπουργός Γεωργίας Γιώργος Ανωμερίτης, παραχωρεί στον Δήμο Ζακυνθίων τις σταφιδαποθήκες του Α.Σ.Ο. στην παραλία, προκειμένου ν’ ανεγείρει Θέατρο”. Την είδηση σχολιάζει, με τη δική του χάρη και το στοχαστικό του χιούμορ, σε δικό του δημοσίευμα υπό τον τίτλο «Μια “νοβιτά” που ξεχωρίζει», ο εξαίρετος ζακυνθινογράφος και αγαπητός φίλος Νιόνιος Μελίτας στον τοπικό “Eρμή” της 15 Ιουν. 1999. Ομιλεί για μια “Κατάσταση που κρατάει πενήντα πάνω κάτω χρόνια, ως τις μέρες μας δηλαδή, που η πρόθεση της Πολιτείας, όπως εκφράστηκε από τον κ. Υπουργό, είναι να γίνει επί τέλους μία αρχή. Αρχή που μπορεί να μη ανταποκρίνεται στη λαϊκή ρήση “η αρχή είναι το ήμισυ του παντός”, αποτελεί ωστόσο ελπιδοφόρο μήνυμα που αν πέσει σε καλά χέρια θα έχει σίγουρα αποτέλεσμα”. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια και το αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό μεν, αλλά ανολοκλήρωτο, ενώ σε πρόσφατο δημοσίευμα του τοπικού “Ερμή” (19 Νοε. 2012) διαβάζουμε ότι “Την άνοιξη του 2013 αναμένεται να είναι έτοιμο το έργο του Δημοτικού Θεάτρου και αυτό έγινε γνωστό από τον ειδικό σύμβουλο του Δήμου Διον. Μήλεση ο οποίος πήρε το λόγο και μίλησε χθές το βράδυ κατά τον απολογισμό της δημοτικής αρχής που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο Σαρακηνάδου. Ο κ. Μήλεσης ανέφερε ότι όλα θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την άνοιξη του 2013 και από εκείνη την ημερομηνία και μετά θα μπορούμε να δούμε παραστάσεις στο Δημοτικό μας Θέατρο”. Λέτε;