Σύροι πρόσφυγες, εμφανώς ταλαιπωρημένοι, έχουν επιβιβαστεί από τη Σάμο και ταξιδεύουν με προορισμό την Αθήνα. Οικογέ-νειες με βρέφη ημερών, μαντιλοφορεμένες γυναίκες και νεαροί άνδρες με τα εναπομείναντα υπάρχοντά τους υπό μάλης προ-σπαθούν να βρουν ένα σημείο κατάλληλο να ξαποστάσουν.
Μερικοί αποκαμωμένοι κοιμούνται στις αεροπορικές θέσεις. Την ησυχία «σπάνε» συχνά-πυκνά κλάματα βρεφών. Για να τα ηρεμήσουν οι νεαροί γο-νείς τα πηγαίνουν βόλτες πάνω-κάτω στα καταστρώματα. Στις λίγες πρίζες του πλοίου φορτίζουν τα κινητά τους, τον μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας με τους δικούς τους ανθρώπους «πίσω». Οι πιο ανήσυχοι παρακολουθούν την πορεία του πλοίου στο Αιγαίο και παρατηρούν περιχαρείς κάθε νέο λιμάνι όπου το καράβι αγκυροβολεί. Άλλοι περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους στο κυλικείο. Με σπαστά αγγλικά και νοήματα παραγγέλνουν. Κάποιες μητέ-ρες πλένουν τα ρούχα της οικογένειας στις επιβατικές τουαλέτες, εκεί μερικά πιτσιρίκια λούζονται στα «κλεφτά». Η στάση του προσωπικού ποικίλλει – από τη δυσφορία έως την ανοχή και την κατανόηση. «Έχετε δίκιο, αλλά σκεφτείτε πόσες μέρες έχουν να πλυθούν αυτοί οι άνθρωποι», παρεμβαίνει συναινετικά μία επιβάτις που μεσολαβεί μεταξύ ενός καμαρότου και ενός ανήλικου μετα-νάστη.
Στο συγκεκριμένο δρομολόγιο από Σάμο για Πειραιά υπάρχουν περίπου 450 μετανάστες. «Κάθε μέρα φτάνουν στο νησί μας από 150 έως 700 άτομα», απαντά στην «Κ» ο δήμαρχος Σάμου, κ. Μιχάλης Αγγελόπουλος, «η αύξηση είναι 350%». Οι Σύροι αποτελούν περίπου τον μισό πληθυσμό, «υπάρχουν, βέβαια, και άλλης εθνικότητας μετανάστες που δεν μπορούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους». Πολλοί εκ των εισερχόντων διανυκτερεύουν στο Κέντρο Κράτησης, δυναμικότητας 280 ατόμων, ενώ αναρίθμητοι κοιμούνται στα δύο λιμάνια του νησιού και στο παρακείμενο parking. Για τους Σύρους, πάντως, το «πέρασμα» από τη Σάμο είναι σχετικά σύντομο, αφού το αργότερο εντός δύο ημερών λαμβάνουν υπηρεσιακό σημείωμα και κατευθύνονται προς την Αθήνα, με αποτέλεσμα η μαζική μετάβαση στον Πειραιά να είναι καθημερινό φαινόμενο.
«Ο κόσμος στη Σάμο μάς συμπαραστάθηκε», διηγείται η 45χρονη Μόνα, που ως μία εκ των ελαχίστων γλωσσομαθών με προσεγγίζει. «Στην Τουρκία κοιμόμασταν σ’ ένα δάσος», περιγράφει δείχνοντας μια φωτογραφία στο κινητό. «Είμαστε δεκατρείς μέρες στους δρόμους». Η γυναίκα, καθηγήτρια αγγλικών και διευθύντρια σ’ ένα σχολείο θηλέων στο Χαλέπι, αποφάσισε πριν από έναν περίπου μήνα να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με τα πέντε παιδιά και τον άνδρα της. «Στην αρχή μάς βομβάρδισαν το σπίτι», επισημαίνει, «αλλάξαμε γειτονιά για περισσότερη ασφάλεια, αλλά και πάλι το σπίτι μας καταστράφηκε από τις εχθροπραξίες». Μαζί με τα ντουβάρια που γκρεμίστηκαν, πέθανε και η ελπίδα για την 45χρονη γυναίκα. «Τα πρώτα χρόνια ήλπιζα ότι ο πόλεμος θα τελείω-νε, τώρα πια δεν ελπίζω». Την απόφαση την πήρε με προτροπή των παιδιών της, που είναι από επτά έως είκοσι ετών. «Το σχολείο μας, όπου κάποτε φοι-τούσαν 300 μαθητές, άδειασε, οι βομβαρδισμοί άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στα παιδιά, τα δικά μου φοβούνται ακόμα και στην τουαλέτα να πάνε μόνα τους». Μέλημα της Μόνας είναι να βρει ένα κατάλυμα στην Αθήνα. «Μόνο για ένα βράδυ» εξηγεί, «θέλουμε απλώς να ξεκουραστούμε και να πλυθούμε». Μαζί της, πέρα από τη στενή οικογένεια, έχουν συσπειρωθεί 12 άτομα. Η ο-μάδα υπολογίζει ότι την επομένη θα συνεχίσει με το τρένο το ταξίδι μέσω των Βαλκανίων για τη Γερμανία.
Όσην ώρα απαιτείται για την εξεύρεση ξενοδοχείου, η Μόνα δεν κρύβει την ταραχή της. Κοιτάζει δακρυσμένη από το παράθυρο, σφίγγει τα δόντια της, δένει ξανά και ξανά το μαντίλι της. Κανακεύει τον μικρό της γιο, καθησυχά-ζει τις κόρες της. Μεταφράζει όσα της εξηγούμε στους υπόλοιπος Σύρους, οι οποίοι την ακούνε με προσοχή. Τα ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, όπου το τελευταίο διάστημα καταφεύγουν πολλοί συμπατριώτες τους, είτε είναι πλήρη είτε δεν απαντούν. Ορισμένοι ξενοδόχοι είναι επιφυλακτικοί. «Δώδεκα άτομα σε τρία δωμάτια είναι αδύνατον», ξεκαθαρίζουν. Η ομάδα των Σύρων είναι φοβισμένη. Δεν γνωρίζουν καθόλου την Αθήνα, οι πληροφορίες τους είναι συγκεχυμένες και τα χρήματά τους έχουν τελειώσει. «Έχω έναν φίλο, σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ του», μου ζητά ένας άνδρας, με τον αριθμό σημειωμέ-νο σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτί. Ο αριθμός, όμως, βουίζει. Η θετική ανταπόκρι-ση ενός ξενοδόχου, που προτίθεται να τους δώσει δωμάτια, τους προσφέρει προσωρινή ανακούφιση.
Ύστερα από σχεδόν δέκα ώρες αρχίζουν να αχνοφαίνονται τα φώτα του Πει-ραιά. «Ξέρω ότι η χώρα σας έχει προβλήματα, αλλά εμένα μου φαίνεται πα-ράδεισος», ομολογεί η Μόνα. Η οικογένειά της είναι έτοιμη για αποβίβαση. Με ευχαριστούν με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Τους αποκρίνομαι ότι «έχει ο καιρός γυρίσματα», μια μέρα μπορεί να γυρίσουν στην πατρίδα τους. «Τα πυ-ρά και των δύο πλευρών έπεσαν πάνω στους αμάχους», καταλήγει η Μόνα, «μας καταστρέφουν ολοσχερώς τα σπίτια, έτσι ώστε να μην μπορέσουμε ποτέ να επιστρέψουμε».
Πηγή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ