Τρία χιλιόμετρα πριν την Αγία Μαύρα, στο δρόμο του Μαχαιράδου, στο «μεσοχώρι», όπως το λένε οι ντόπιοι και στην περιοχή Ρεβέρα, υπάρχει μια όμορφη Εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, που γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο και φέρει την επωνυμία «Παναγία η Ευτυχιδιώτισσα» ή «Ευτυχίδο».
Σύμφωνα με την Παράδοση χτίστηκε ως μικρότερη ιδιωτική, από την οικογένεια Τουρίκη του Βουγιάτου το 1688 (όπως μαρτυρεί και η παλιότερη καμπάνα με την λατινική χρονολογία MDCLXXXVIII), ενώ το 1788 – όπως μαρτυρούν οι χρονολογίες και επιγραφές σε κάποιες εικόνες – ήταν ήδη ενοριακός ναός και το 1896 ανακαινίσθηκε και επεκτάθηκε (σύμφωνα με την χρονολογία στη δεύτερη καμπάνα).
Ο προσεισμικός αυτός ναός έφερε εξωνάρθηκα με υπερυψωμένο «κελί» για το νεωκόρο (καλόγερο), που φρόντιζε την εκκλησία και το μεγάλο περιβόλι της, ως συνέχεια του γυναικωνίτη!
Κατά την διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής στα Επτάνησα (1940-1943), η εκκλησία αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους ντόπιους ως κρυψώνα τροφίμων (κυρίως πατάτας, στο εν λόγω κελί) αλλά και όπλων!
Στην Κατοχή, με στρατιωτικό νόμο, είχε απαγορευτεί η κατοχή οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου από μεριάς του λαού, που είχε υποχρεωθεί να τα παραδώσει στην Commando Tappa. Οι περισσότερες οικογένειες τότε παρέδωσαν κάποιο όπλο που κατείχαν στο σπίτι (κυνηγητικό ή γκρα) αλλά το δεύτερο, που ως συνήθως υπάρχει στη Ζάκυνθο ή και το τρίτο, φρόντισαν κάπου να τα κρύψουν.
Οι γείτονες και οι επίτροποι της Ευτυχιδιώτισσας τα είχαν τοποθετήσει μέσα σε σακιά και τα έκρυψαν στα κενά που σχημάτιζαν οι εξωτερικές πόρτες της εκκλησίας και οι ανεμοθραύστες τους, στις λεγόμενες «μετζαλούνες» (μισοφέγγαρα-καμάρες), τα οποία κενά έκλειναν με ξύλινο πατάρι. Κάποια στιγμή όμως, κάποιος ρουφιάνος (που δυστυχώς δεν έλειψαν ποτέ από το νησί μας), μαρτύρησε στον Ιταλό διοικητή την αόριστη πληροφορία ότι οι ενορίτες αυτής της εκκλησίας κρύβουν κάπου στο εσωτερικό της, κάποια όπλα.
Τότε ο Ιταλός Commandante κάλεσε στο γραφείο του τον εφημέριο της ενορίας, που δεν ήταν άλλος από τον σεβαστό και μακαριστό σήμερα ιερέα π. Δημήτριο Αντίοχο ή Μπαλακρά, μετέπειτα τον επί πολλών ετών εφημέριο της Αγίας Μαύρας (και πατέρα του αειμνήστου δημάρχου Αρτεμισίων Αντωνίου Αντιόχου Μπαλιακρά), που πίστευε ότι ήταν ο μόνος που κατείχε τα κλειδιά της εκκλησίας.
Ο παπάς δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνοδεύσει τον διοικητή και τους στρατιώτες του ως την εκκλησία για να τους ανοίξει και να ερευνήσουν για τυχόν όπλα. Το τζιπ όμως του διοικητή έλλειπε στην Χώρα για κάποιες προμήθειες κι έτσι η συνοδεία αυτή ξεκίνησε από το κέντρο του Μαχαιράδου προς την Ευτυχίδο (περί τα τρία χιλιόμετρα) πεζή.
Στο μεταξύ κάτι υποπτεύθηκαν οι κάτοικοι του χωριού ότι δεν πήγαινε καλά και βρίσκονταν σε ανησυχία. Στα μέσα περίπου της διαδρομής, εκεί που βρίσκεται η εκκλησία του Αη Λιά και σήμερα η ταβέρνα «Σιγούρος», συναντά την πομπή ένας καλός χωριανός, ο Νικόλαος Παπαδάτος, παππούς του σημερινού προϊσταμένου του καταστήματος των ΕΛΤΑ Μαχαιράδου, αντιλαμβανόμενος ότι κατευθύνονται προς την εκκλησία της Ευτυχιδιώτισσας.
Τότε ο παπα-Δημήτρης, με ένα έντονο νόημα των ματιών του, τού έδωσε να καταλάβει ότι έπρεπε να σπεύσει να ειδοποιήσει!
Πράγματι ο καλός αυτός άνθρωπος έτρεξε «περικοπά» μέσα από τα χωράφια και έφτασε στο πλησιέστερο προς την Ευτυχίδω σπίτι, του Αντωνίου Αντιόχου ή Παπαντώνη (που δεν ήταν άλλος από τον προπάππο μου), η οποία οικογένεια είχε ανέκαθεν και δεύτερα κλειδιά της εκκλησίας διότι είχε αναλάβει το ιερό καθήκον της καθαριότητος και του ανάματος των κανδηλίων του ιερού αυτού ναού, έως και σήμερα που τα έχω εγώ ως και πάλι πλησιέστερος γείτονας και επίτροπος της εκκλησίας.
Αφού τους εξήγησε με δυο λόγια το ‘τι συνέβαινε και τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για όλους εάν έβρισκαν οι Ιταλοί τα κρυμμένα όπλα, ο μακαριστός σήμερα Αντώνης Αντίοχος ή Παπαντώνης έτρεξε μαζί με τη θυγατέρα του (και γιαγιά μου) Νικολέττα, άνοιξαν την εκκλησία, πήρε τα δυο σακιά με τα όπλα και φεύγοντας από την πίσω πόρτα κρύφτηκε αρχικά στο πυκνοφυτεμένο περιβόλι, πριν πάρει το στρατόνι για την γειτονική ράχη, κυριολεκτικά δύο λεπτά πριν φτάσουν στο ναό οι Ιταλοί με τον παπά.
Εκεί βρήκαν ορθάνοικτες τις δυο μεγάλες πόρτες της εκκλησίας και τη γιαγιά μου Νικολέττα να προσποιείται ότι καθαρίζει με μια σκούπα στα χέρια. Ο παπάς εξήγησε στους Ιταλούς ότι η κοπέλα αυτή είχε δεύτερα κλειδιά για να καθαρίζει και να ανάβει καθημερινά τα κανδήλια.
Οι ιταλοί άρχισαν να ψάχνουν παντού και ο παπάς είχε γίνει κάθιδρος από την αγωνία, όταν με μια κίνηση των ματιών η μακαριστή κι αυτή σήμερα Νικολέττα τον καθησύχασε ότι όλα ήταν εντάξει. Ο παπάς τους άνοιξε και τα πατάρια και τη σοφίτα για να ψάξουν, αλλά όταν δεν βρήκαν τίποτα, άρχισαν να σκάβουν και να βγάζουν τις πλάκες της εκκλησίας ψάχνοντας για πιθανή υπόγεια καταπακτή.
Όταν ο παπάς διαμαρτυρήθηκε για τις ζημιές εκείνοι απάντησαν με την έπαρση του κατακτητή ότι θα έκαναν ό, τι ήθελαν γιατί και το χώμα ακόμα τους ανήκε!
Έτσι έληξε μια από τις πολλές και καθημερινές πράξεις αντίστασης του λαού μας στα δύσκολα εκείνα χρόνια που ακολούθησαν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41.
(Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες την θεία μου κα Αγγέλικα Αντιόχου-Παπαδάτου ή Τσοπάνη, εγγονή του Αντώνη Αντίοχου Παπαντώνη που έζησε από κοντά τα παραπάνω γεγονότα και μου τα διηγήθηκε).
Σταμάτιος Σπ. Ζούλας
(Θεολόγος-Εκπαιδευτικός)