Ελληνορώσος ζωγράφος και συλλέκτης έργων τέχνης της ρωσικής πρωτοπορίας. Η σπουδαία συλλογή του περιλάμβανε έργα αφηρημένης τέχνης, η οποία ήταν απαγορευμένη επί σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, καθώς το επίσημο καλλιτεχνικό δόγμα ήταν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.
Ο Γεώργιος Κωστάκης (Γκεόρκι Ντιονίσοβιτς Κοστάκι στα ρώσικα) γεννήθηκε στη Μόσχα στις 5 Ιουλίου 1913. Ο πατέρας του Διονύσης Κωστάκης ήταν πλούσιος έμπορος, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Ο νεαρός Κωστάκης δεν έλαβε καλλιτεχνική εκπαίδευση, αλλά από την εφηβεία ανέπτυξε ενδιαφέρον για την τέχνη. Αρχικά δούλεψε ως οδηγός στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα και στη συνέχεια ως προσωπάρχης στην καναδική πρεσβεία.
Τα χρόνια πριν και μετά τη ρωσική Επανάσταση, στη Ρωσία εκδηλώθηκε το πρώτο κίνημα αφηρημένης τέχνης, που κατόπιν θα γινόταν η κυρίαρχη μορφή τέχνης του εικοστού αιώνα. Ο Κωστάκης συνέλεξε τα έργα-καρπούς του κινήματος αυτού, που έμεινε γνωστό ως Ρωσική Πρωτοπορία. Η εργασία του στην καναδική πρεσβεία τον έφερε σε επαφή με πολλούς διπλωμάτες που επισκέπτονταν τη χώρα, τους οποίους ξεναγούσε στις γκαλερί και τα καταστήματα τέχνης της Μόσχας.
Εκείνη την εποχή, η μπολσεβικική επανάσταση κάτω από την ηγεσία του Λένιν υποστήριξε τη νέα αφηρημένη τέχνη, αλλά από το 1920 και μετά η ελευθερία των καλλιτεχνών στη Ρωσία περιορίστηκε όλο και περισσότερο. Πολλοί καλλιτέχνες θέλησαν η τέχνη τους να συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας ενώ άλλοι, παραδείγματος χάριν οι Σουπρεματιστές, συνέχισαν να εργάζονται ανεξάρτητα. Ο Λένιν πέθανε το 1924 και ο Στάλιν που τον διαδέχτηκε ως ηγέτης του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος επέβαλλε μια ακραία μορφή πολιτιστικής πολιτικής.
Το 1932 ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έγινε η επίσημη κρατική πολιτική. Ήταν μέσα σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον όπου ο Κωστάκης ξεκίνησε τη συλλογή του.
Αρχικά ο Κωστάκης είχε συλλέξει τους Μεγάλους της ολλανδικής σχολής των ζωγράφων τοπίων, αλλά οι νεωτεριστικές δουλειές του Πάμπλο Πικάσο και του Ανρί Ματίς έγιναν σύντομα το κύριο θέμα του. Κατόπιν, το 1946, ανακάλυψε τρία έργα ζωγραφικής της Όλγα Ροζάνοβα σε ένα στούντιο της Μόσχας.
Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ισχυρή οπτική επίδραση του δυνατού χρώματος και του απλού σχεδίου που αποφάσισε να ανακαλύψει ξανά την κονστρουκτιβιστική και σουπρεματική τέχνη που ήταν χαμένη και ξεχασμένη στις σοφίτες, τα στούντιο και τα υπόγεια της Μόσχας και του Λένινγκραντ. Κυνήγησε “χαμένους” πίνακες, που έμεναν τυλιγμένοι και σκεπασμένοι από σκόνη. Συνάντησε τον Βλαντιμίρ Τάτλιν και έγινε φίλος με την Βαρβάρα Στεπάνοβα. Εντόπισε τους φίλους του Καζιμίρ Μαλέβιτς και αγόρασε τις εργασίες της Λιουμπόφ Ποπόβα και του Ιβάν Κλιούν.
Μέχρι το 1960 το διαμέρισμα του Κωστάκη στη Μόσχα είχε γίνει χώρος συνάντησης για τους διεθνείς συλλέκτες τέχνης και τους εραστές τέχνης γενικά. Το άνοιγμα που έκανε η Σοβιετική Ένωση προς τη Δύση το 1973-74 συμπεριελάμβανε και διεθνείς πολιτιστικές ανταλλαγές, η πρώτη από τις οποίες ήταν η παρουσίαση της συλλογής Κωστάκη στο Ντίσελντορφ το 1977.
Το ίδιο έτος ο Γεώργιος Κωστάκης, με την οικογένειά του, μετακόμισε στην Ελλάδα, αλλά με τη συμφωνία ότι θα άφηνε γύρω στο 50% της συλλογής του στην κρατική πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας. Είχε αφήσει πίσω στη Μόσχα το 80% της συλλογής του. Στις 4 Απριλίου του 1990, ένα μήνα μετά το θάνατο του Κωστάκη, ο οίκος Σόθμπις δημοπράτησε 21 έργα από τη συλλογή αλλά πουλήθηκαν μόνο τα 10 σε τιμή χαμηλότερη από αυτήν που είχε εκτιμήσει ο συλλέκτης.
Σύμφωνα με επιθυμία στη διαθήκη του, δεν μπορούσαν να δημοπρατηθούν άλλα έργα για 10 χρόνια. Το 1997 το ελληνικό κράτος αγόρασε τα 1.275 έργα τέχνης, που τώρα είναι μέρος της μόνιμης συλλογής του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Για την αγορά της δαπανήθηκαν περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ και πρόκειται για τη μεγαλύτερη αγορά έργων τέχνης από καταβολής του ελληνικού κράτους.
ΠΗΓΗ: “ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ”