Οι εκπρόσωποι των φορέων (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, λογιστές κλπ.) που συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο Διοικητήριο αντιδρώντας στα μέτρα της κυβέρνησης για το φορολογικό, εξέδωσαν το ακόλουθο ψήφισμα:
Η Κυβέρνηση επέλεξε, στο όνομα της δήθεν καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, την οριζόντια φορολογική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα οδηγήσει μαθηματικά ένα μεγάλο τμήμα του ενεργού οικονομικά πληθυσμού, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τη μεσαία τάξη, σε αναγκαστικό κλείσιμο βιβλίων και βίαιη έξοδο από την επαγγελματική δραστηριότητα.
Με τα νέα φορολογικά μέτρα η Κυβέρνηση δεν καταπολεμά τη φοροδιαφυγή. Προστατεύει τους λίγους, τα μεγάλα εισοδήματα, σε βάρος των πολλών. Με την εισαγωγή φορολογητέου «τεκμαρτού» εισοδήματος, με τη φορολόγηση δηλαδή εισοδήματος που δεν έχει πραγματικά αποκτηθεί, η Κυβέρνηση αντί να μας στηρίξει, μας δίνει τη χαριστική βολή.
Τα νέα φορολογικά μέτρα ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησής μας.
Η Κυβέρνηση δείχνει να αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετά την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία έχει σωρευμένα χρέη στο δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες, έχει απωλέσει ρυθμίσεις οφειλών και κινδυνεύει με επιβολή άμεσων καταδιωκτικών μέτρων.
Η Κυβέρνηση μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει την φοροεισπρακτική πολιτική της, μας στοχοποιεί όλους συλλήβδην ως φοροφυγάδες και ταυτόχρονα, επιχειρεί να μας ταυτίσει με τους μισθωτούς, ενώ γνωρίζει ότι είμαστε εντελώς διαφορετικές κατηγορίες (όπως έχει ήδη κρίνει και το ΣτΕ με τις υπ’ αρ. 1880 και 1888/2019 αποφάσεις του), ενώ σημειωτέον δεν έχουμε το αφορολόγητο εισόδημα ούτε τις εκπτώσεις και τις απαλλαγές των μισθωτών, και παράλληλα, για τον προσδιορισμό του «τεκμαρτού» φορολογητέου εισοδήματος χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρός φορολογητέος μισθός του μισθωτού αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς να ξεχνάμε και την πρόσφατη υπέρογκη αύξησή τους από την ίδια Κυβέρνηση.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το «τεκμαρτό» φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ, που οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση των επαγγελματιών.
Περαιτέρω, η επίκληση ότι τα τεκμήρια είναι μαχητά είναι απόλυτα προσχηματική, αφενός διότι αφορά συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις και αφετέρου διότι τυχόν προσπάθεια αμφισβήτησής τους, δικαστικά ή διοικητικά, καθίσταται στην πράξη, όπως έχει αποδειχθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αλυσιτελής.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα.
Η Κυβέρνηση, εν τέλει, επιστρατεύει αναχρονιστικές, άδικες και ισοπεδωτικές μεθόδους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής την ίδια στιγμή που επαίρεται ότι έχει στη διάθεσή της νέα εργαλεία ελέγχου (έμμεσες τεχνικές ελέγχου, mydata, σύνδεση ταμειακών μηχανών με Υπουργείο Οικονομικών, εγκατάσταση POS κλπ) ομολογώντας την αποτυχία εφαρμογής τους.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που εφαρμόζει αυτήν την φοροεπιδρομή ενάντια στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνει στο απυρόβλητο τις εταιρίες που εμφανίζουν ζημιές για πολλά χρόνια, καθώς επίσης και τομείς όπως, επί παραδείγματι, τα καύσιμα, τα μερίσματα και η συγκέντρωση κεφαλαίου. Το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας και αδιαπραγμάτευτο.
Αφήστε ένα σχόλιο
Αφήστε ένα σχόλιο