Για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου), θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, το περίφημο «Εμβατήριο του Ωκεανού», στο οποίο ο βαθύς και γνήσιος λυρισμός του ξεχύνεται με τόση ένταση και εσωτερική δύναμη, που μας συνεπαίρνει και μας παρασύρει σε μια μοναδική λυρική ατμόσφαιρα γεμάτη παλμό και πάθος.
Το «Εμβατήριο του Ωκεανού» είναι ένα εκτενές ποίημα, στο οποίο ο Ρίτσος, μέσα από την αγάπη του για τη θάλασσα και τη μαγεία των θαλασσινών ταξιδιών, μας μιλά για τη ζωή, τον έρωτα, τα όνειρα, τη μοναξιά, τη σιωπή. Όμως, περισσότερο απ’ όλα, μας μιλά για εκείνη την ακατανίκητη ανάγκη της φυγής, για την ασίγαστη δίψα του ταξιδιού:
«Πελαγίσια πουλιά στο φως και στην αλμύρα
όνειρα ταξιδιών, μεγάλα ιστία
τ’ αυτιά μας ασφράγιστα στις φωνές
των Σειρήνων…
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
Μητέρα
μη μου κρατάς το χέρι…
Τραγούδι βραδινό πάνω απ’ τους πόντους
συντροφευμένο με την απουσία των πραγμάτων
που ανθίζουν στον αιώνιο κύκλο
της σιωπής και της αγάπης…».
Οι παιδικές μνήμες και τα νεανικά όνειρα του ποιητή αναδύονται από την αλμύρα της θάλασσας και σμίγουν στην ακρογιαλιά με τα φύκια και τα βότσαλα:
«Ντύσαμε τις παιδικές αγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς της ακρογιαλιάς
όστρακα στιλπνά και βότσαλα…
Σεπτή καρδιά
ανύποπτη παιδική καρδιά
που ποτέ δεν αρνιέσαι…».
Ο ποιητής αναπολεί και εκείνα τα όνειρα που σκορπίστηκαν στην πορεία της ζωής και αναρωτιέται εάν μπορούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη και πολύτιμη αθωότητα:
«Ποιος θα μας φέρει τώρα
τα ξενιτεμένα πλοία
φορτωμένα με αυγές και περιστέρια
με παιδικά χαμόγελα και δάκρυα ;
Ποιος θα μας φέρει πίσω
τη μεγάλη συνοδεία των άστρων
που ναυάγησε στα φωτισμένα μάτια μας;».
Το δέλεαρ του ταξιδιού και το μαγευτικό τραγούδι της θάλασσας λυτρώνουν την πληγωμένη καρδιά από τη θλίψη της και της δίνουν τη δύναμη να ξαναβγεί στο φως:
«Δεν έχει σύνορα η καρδιά μας
που αγάπησε τη θάλασσα…
Εσύ που κλαίς το θάνατο
δεν μας γνωρίζεις.
Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τραγουδάει…».
Ο Ρίτσος, εξυμνώντας τη θάλασσα και τη λαχτάρα του ταξιδιού, μέσα από μια ποιητική σύνθεση αξεπέραστου λυρισμού, εξυμνεί την ίδια τη ζωή :
«Χαρά της τρικυμίας
της γαλήνης
της αναχώρησης
χαρά του αιώνιου ταξιδιού…».
Έχοντας πάντα άγρυπνο το βλέμμα του ο ποιητής καταφεύγει και πάλι στη λυτρωτική αγκαλιά της θάλασσας, ιδίως στις περιστάσεις εκείνες που δοκιμάζεται η δύναμη της ψυχής του, στις σκληρές στιγμές της μοναξιάς του :
«Πού πήγαν όλοι
και μ’ άφησαν εδώ
να κοιτάζω τις άδειες παλάμες μου
και να συντροφεύω τη βροχή ;
Ας φύγουν όλα
ας φύγουν όλα.
Εγώ θα μείνω πάλι
άντικρυ στον πλατύ ουρανό
άντικρυ στη μεγάλη θάλασσα
δίχως πικρία και παράπονο
να τραγουδώ…».
Καθώς ο ήχος των κυμάτων σμίγει με σαγηνευτικές φωνές, όμοιες με τα τραγούδια των Σειρήνων, με
«φωνές μακρινές
γεμάτες κίνδυνο και υπόσχεση…»,
ο ποιητής δεν διστάζει να τις ακολουθήσει, αφού η καρδιά του δεν ησυχάζει, δεν επαναπαύεται στην ηρεμία και την ασφάλεια:
«Όμως εμείς
θ’ αρνηθούμε και πάλι
το φιλί της αγάπης
που πρααίνει και δένει.
Άγνωστοι εμείς μες στο άγνωστο
εμείς ωραίοι κ’ ανυπόταχτοι
θα ταξιδεύουμε για πάντα
εκεί στ’ αργυρά δάση της σελήνης
εκεί στα ερημικά νησιά των άστρων…».
Το «Εμβατήριο του Ωκεανού» μας καλεί ν’ αγρυπνήσουμε και να ακούσουμε το αιώνιο τραγούδι της θάλασσας. Της θάλασσας που είναι:
“έξαλλη, τρυφερή κι’ αδάμαστη
σαν την καρδιά των ποιητών…”
Ελένη Δημάκου