Ξεύρεις την νήσον που έλαβε
το θεϊκόν το δώρον
και γράφει στην παντιέρα της
“η γη των μιναδόρων”;
Περβόλι μοσχομύριστο,
βουρλίζει η θωριά του
και βρίσκει εις τους κόλπους του
ο γύφτος τη γενιά του.
Είχε παλιά πολεμιστές,
“ανδρείους παλληκαράδες”,
μα τώρα επλημμύρισε
με σκατοσφουγγιστάδες.
Λούστρο, μεγαλοπιάσματα,
δεν τους χωρούν οι τόποι.
Τα σπίτια μεγαλώνουνε
μικραίνουν οι ανθρώποι.
Η νοβιτά ταξίδεψε
και κάθε είδους φιόρο.
Κατέφθασαν και φτιάξανε
το νέο libro d’ oro.
Τα χώματά της γέννησαν
τον εθνικό μας βάρδο.
Κι ακόμα αξιότερον
τον Ντάντο τον Λουμπάρδο!
Κάστρο είχε περήφανο
άπαρτο, παινεμένο.
Σαν να ντρεπόταν το ‘κρυψε
μεσ’ στον πευκιά πνιγμένο.
Αντιλαλούσε άλλοτες
με ήχους του μπελκάντο,
είχε ευαίσθητες ψυχές
και “ώ λιγούρες, Ντάντο”!
Τώρα το πιο μελωδικό
ματζόρε άκουσμά της
είν’ η φωνή του παλιατζή
η νέα ταυτότητά της.
Μπόχα, αυτοκαταστροφή,
ψευτιά κι υποκρισία
ανώτερο συναίσθημα
σου βγαίνει η ξερασία.
Έχει αυτοδιοίκηση
με κύρος και αξία.
Μη βλέπεις που πετάγεται
καμμία ασυνταξία.
Το Δασαρχείο πρότυπο
σοφίας και ευφυίας.
Παραγωγός πυρομανών
λόγω “οικολογίας”.
Παράδεισος της “αρετής”
και της “ελευθερίας”.
Οι νόμοι παν’ περίπατο
ελέω “επιεικείας”!
Και η φύση τη σιχάθηκε
την τρώει η ξεραΐλα,
μα σταθερή αξία της
μένει η γαϊδουρίλα.
Δεν είναι χρεία να πνιγείς
μέσα σ’ αυτά τα χάλια.
Έχει αλλού πορτοκαλιές
που κάνουν πορτοκάλια.
Σώπα, αχρείε ποιητά,
για να “ποιήσουν” άλλοι
που φεύγει το τσερβέλο τσους
μπροστά σε τόσα κάλλη!
Απ’ την μπελέτσα την πολλή
δεν ξέρω πού θα φτάσω.
Μα τώρα μου επιτρέπετε
να πάω να ξεράσω…
14 – 9 – 24
Ηλίας Μάργαρης
Υ. Γ. Τι παθαίνει κανένας
άμα απαυδήσει.
Μέχρι ποέτας γίνεται!