Τα βράδια,
Που γερνούν οι άνεμοι
Θέλω
Να διηγηθώ αληθινές ιστορίες
Μόνο αληθινές ιστορίες οφείλουμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας σήμερα, 21 Μαρτίου 2025, για να τιμήσουμε την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης.
Ακριβώς στην εαρινή ισημερία, δηλαδή στην αρχή του εαρινού ηλιοστάσιου, που σηματοδοτεί τη διαιώνιση μα και την ανανέωση της ζωής και της ελπίδας, πρέπει να υπάρξει μια σύμπλευση με το παρελθόν ώστε να μη βασιλεύουν σιωπές και αποσιωπήσεις. Γι’ αυτό, θα ανακαλέσουμε ίχνη από τις ζωές και την τέχνη φίλων της καρδιάς μας αγαπημένων.
Το προσυπογράφει, στα «ΑΝΟΙΚΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» και ο Οδυσσέας Ελύτης, που καβαλάει τα κύματα: «Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος», μα και ο Γιάννης Ρίτσος, ποιητής της Ρωμιοσύνης: η ποίηση κάνει μια μάχη, σώμα με σώμα, με τον θάνατο κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου».
Πόσο δίκαιο είχε ο ποιητής, αφού αναμφίβολα, τον κοινωνικό θάνατο τον συναντάμε τόσο πολύ και στις μέρες μας καθώς η ποίηση αποχαιρετά τις λογοτεχνικές γενιές και βιώνει την απελπιστική μοναχικότητά της στα πλαίσια μιας κοινωνίας που μαθαίνει να ζει στα όρια μιας παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής, οικονομικής και πολεμικής βαρβαρότητας.
Απέναντι σε αυτήν τη βαρβαρότητα, με τις ανούσιες λέξεις, τις μισές ιδέες και τις μισές μουσικές, εμείς δεν πρόκειται να σταθούμε απόμερα, επειδή δε μας ταιριάζει. Το ίδιο θα πράξει η ματιά και η μνήμη μας περιδιαβαίνοντας τα εβδομήντα χρόνια της μετασεισμικής περιόδου.
Η ιστορία, λοιπόν, της Ζακύνθου έχει άρρηκτα συνδεθεί ανά τους αιώνες με την ύπαρξη ιδιαίτερα καταστροφικών σεισμών. Χαρακτηριστικότερη δε είναι η χαλασιά της σεισμοπυρκαϊάς του Αυγούστου το 1953 που οδεύει πιο μακριά τραυματίζοντας πιο βαθιά το είναι και την ίδια την ύπαρξή της.
Ποιος υπεύθυνος θα διαθέσει μια αντλία πυρόσβεσης για να σωθούν η βιβλιοθήκη1 και τα αρχεία που καίγονται τρεις μέρες μετά από τον μεγάλο σεισμό;
Ποιος θα κτίσει με βάση την παραδοσιακή, βενετσιάνικη αρχιτεκτονική του νησιού, όταν στο όνομα της αντιπαροχής έχει ήδη αρχίσει η ολοκληρωτική καταστροφή των νεοκλασικών στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας;
Αυτά είναι ερωτήματα που γεννιούνται μέσα στις συνθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Είναι τότε που ένας ολόκληρος πολιτισμός στη χώρα μας και στο νησί μας χάνεται. Η αγροτική παραγωγή και η όποια ανάπτυξη υπονομεύεται, το νησί ερημώνει, οι Ζακυνθινοί γίνονται μετανάστες όπως και οι περισσότεροι των Ελλήνων, σε μεγάλα αστικά κέντρα και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τραγούδια, αφιερώσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, ελπίδες, αποχαιρετισμοί. Το μέγα δέος για το τέλος του σπάνιου πολιτισμού της Ζακύνθου έρχεται στο προσκήνιο.
Ο φόβος του χωροφύλακα περίβλεπτος. Ένα στεφάνι μαθητών για την Κύπρο2 αποτελεί σοβαρό ανατρεπτικό γεγονός! Δικτατορία, διωγμοί, μεταπολίτευση…
Ωστόσο, οι προοδευτικές πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις που ακολουθούν, δίδουν νέες δυνατότητες και ελπίδες στα κινήματα και στον πολιτισμό. Η ποίηση, η ζωγραφική και η μουσική χαρίζουν νέες ηδονές σ΄ ένα νησί που η καλλιτεχνική παρακμή δεν του αξίζει.
Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ιδρύεται η «Ζακυνθινή Πολιτιστική Κίνηση», η οποία εργάζεται για την ανάπτυξη του πολιτισμού στο νησί μας και έχει σαφή προοδευτική άποψη και έντονη δράση.
Η ζωγράφος Μαρία Ρουσσέα αποδέχεται τη θέση της Προέδρου, έχοντας τη γενναιότητα να ανακαλύπτει, να κατανοεί και να μοιράζεται τον αγώνα μας και τη θέλησή μας να βλέπουμε και σε αυτούς τους καιρούς την άλλη όψη των πραγμάτων.
Παράλληλα, σε προσωπικό επίπεδο, η κ. Μαρία με τίμησε με την αγάπη και τη φιλία της.
Τα παρακάτω λόγια μου της ανήκουν:
«Την πρωτόλεια γραφή μου αποδέχτηκες.
Όμοια και εγώ, δρασκελώντας συμβάσεις, ήλθα κοντά σου.
Για τον πολιτισμό.
Για την ανάμνηση των καλπασμών,
της αιφνίδιας νοσταλγικής σου τέχνης.
Ιερογλυφική η γραφή σου,
στέκει παράτολμη, άφθαρτη, ονειρική
και η φωτοσκίαση των χρωμάτων της
αντηχεί χαμηλόφωνα την παράδοση.
Τίποτα πιο αυτοβιογραφικό από τις ζωγραφιές σου,
όμως η φόρμα, με τα τρυφερά φτερά της πρωτοπορίας
μετεωρίζεται.
Αφηρημένη, τόσο – όσο πρέπει η τέχνη σου, που ολοένα
αρματώνεται με τα παρθενικά ερωτικά στοιχεία
ενός απόμακρου κόσμου».
Γνωρίζω καλά ότι δεν τη θαμπώνουν οι έπαινοι και η αφοσίωση φίλων στην αξία της τέχνης της. Όμως, θα ψελλίσω ότι πατάει γερά και είναι γέννημα του τόπου της και του καιρού της. Χωρίς να είναι θορυβώδης, δημιουργεί μακριά από διαχρονικά δάνεια, μια ποιητική εικόνα παράτολμη, άφθαρτη και ονειρική.
Και η ίδια, μιλώντας για το έργο της δεκαετίας του ’70, το επιβεβαιώνει:
«Άλογα να πετάνε εξωπραγματικά, ορμητικά, ανησυχαστικά, καβαλικεμένα από φανταστικές παράλογες φιγούρες, σ΄ έναν αινιγματικό ουρανό, ανθρώπινα κεφάλια δίχως σώμα να αιωρούνται, φυγή και ανήμπορη αγανάχτηση και αντίσταση και τιμωρία. Όμως, δεν ήταν δυνατό και να ξεφύγω από τη γη της Ζακύνθου και να’την κάτω σ΄έναν χαμηλό ορίζοντα, ελπίδα και ευχή. Ζωγραφική μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως που καταλύει το χρώμα και καλεί για ελευθερία».
Η ελευθερία, πράγματι, θα μπορούσε να ήταν και για εμένα το δικαίωμα στην επιλογή, αλλά όταν επιλέγουμε κάποιον, στην ουσία αποκαλύπτουμε μικρά μυστικά μιας ολόκληρης ζωή.

Την ποιήτρια, λοιπόν, Μάχη Μουζάκη, αδελφική φίλη της Μαρίας Ρουσσέα, τη συναντήσαμε αργότερα και προσωπικά, μέσα στην πολιτική, κοινωνική και κομματική δράση, ως υποψήφια του ΚΚΕ σε βουλευτικές εκλογές. Τελικά, μια νέα γυναίκα της συνοικίας των Κήπων της Ζακύνθου, από τη δεκαετία του ’50 μπορεί να έχει και να διαχειρίζεται την έμπνευσή της.
Θυμάμαι, όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, δεν είχαμε να επιλύσουμε εκκρεμότητες από το παρελθόν. Γνωριζόμαστε πολύ καλά, διότι η Μάχη αγαπά, και μαζί της και εμείς, τις ατέλειωτες διαδρομές, τις περιπέτειες και τις ολόκληρες λέξεις της ποίησης. Η πολύχρονη ποιητική δημιουργία της, που της πρόσφερε μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη γυναικεία Νεοελληνική Ποίηση, ανοίγει ρωγμές στην ψυχή μας. Ο λόγος της μένει Άγρυπνος, Λιτός, Ανατρεπτικός. Βαθαίνει την αίσθηση των πραγμάτων.
«Οι κήποι που γεννήθηκα, η θαλπωρή…Το χώμα τους, οι πέτρες που σήκωνα την σιωπή τους κι έκρυβα τον λόγο μου».Η τέχνη της, στοχαστικό παιχνίδι με αισθητική και ηθική φροντίδα για την οδοιπορία της ανθρώπινης ύπαρξης, την τρικυμία, το ανατρεπτικό και το ανέστιο του έρωτα.
«Όταν δραπέτευα
από τον βωμό των Εστιάδων
και σαλπάρισε η βασιλεία του σώματος ,
δε με γνωρίσατε.»
Στόχος της είναι να διασωθεί ο άνθρωπος από την πτώση και η πατρίδα από έργα τυράννων.
Η ίδια παραθέτει:
«Φοβάμαι μη σου σφίξουν τη θηλιά
κι εγώ δεν είμαι φλέβα στην καρδιά σου, Ελλάδα.»
Διαφαίνεται, λοιπόν, πως η Μάχη Μουζάκη, ποιήτρια υψηλού φρονήματος και ήθους, δε δημιουργεί την τέχνη της από τις ερειπωμένες μνήμες και την πονεμένη νοσταλγία ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά μέσα από τα αποκαλυπτικά βιώματα και τον κρότο του καιρού της.
«Όλα,
πολέμου τάξη
τρόμου διαταγή,
αναφύονται.»
«Στην εκπομπή για τα
μελλούμενα σας καρτερώ»
Μα και εμείς καρτεράμε την ποιήτρια «στην εκπομπή για τα μελλούμενα», όταν, δηλαδή, θα χαμογελάσει η άνοιξη. Τότε που η πρωτοπόρα τάξη θα προσπαθήσει, και ίσως αυτήν τη φορά πετύχει την οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας. Αυτής, που θα καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπως και κάθε άλλη μορφή κοινωνικής αδικίας.
Η Άνοιξη, ασυναγώνιστα γοητευτική και απροσδόκητη, σίγουρα κάποτε θα χαμογελάσει. Κανένας αρνητικός συσχετισμός δεν μπορεί να είναι στατικός, όταν έχουν ωριμάσει οι προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού!
Ζάκυνθος 16 Μάρτη του 2025
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Συνάντησα στο αρχοντικό του Διονυσίου Ρώμα, την ευγενική γυναίκα του, Μαρία Ρώμα λίγο πριν πεθάνει, προκειμένου να ανασύρω κάποια στοιχεία για τον προπάππου μου, Αντώνη Κεφαλληνό ή Κακριμάνο. Ο Αντώνης, υπήρξε, ολοζωής φίλος, πρωτοπαλίκαρο, συμπολεμιστής του Αλέξανδρου Ρώμα και παρά τη θέλησή του, ταμίας στο σώμα των Γαριβαλδινών.
Η ευγένειά της πραγματικής – με τις λέξεις και το νόημα- «χαμηλόφωνης» αρχόντισσας με συγκίνησε και τα τελευταία λόγια της με συγκλόνισαν: «Τρεις μέρες μετά τον σεισμό του ’53, συνεχώς εκλιπαρούσα, ματαίως, τον επικεφαλής Λοχαγό αξιωματικό που εργαζόταν μέσα στα ερείπια, να μου δοθεί, επιτέλους ένας στρατιώτης και μία πυροσβεστική αντλία προκειμένου να επιτηρούμε γύρωθεν της βιβλιοθήκης και των αρχείων, ώστε να μη περάσει η φωτιά στα ενδότερα, και καταστρέψει τον ασυντρόφιαστο πολιτισμό αιώνων του νησιού μας! Η απάντησή του τραγικά αφοπλιστική: «Να αφήσουμε τους πεθαμένους κυρία μου και να κυνηγάμε βιβλία;»
2. Ο αγαπητός φίλος, δάσκαλος και χορωδός Στάθης Μπετίνης ανακαλεί στην μνήμη του και τον ευχαριστώ: «Τον Φλεβάρη του 1965, στο Εξατάξιο Γυμνάσιο Ζακύνθου, οι μαθητές αποφασίσαμε να διαδηλώσουμε για τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου και ζητήσαμε να ανοίξει η πόρτα για να εξέλθουμε. Ο γυμνασιάρχης, στάθηκε αποφασιστικά αντίθετος να ανοίξει τη σιδερένια πόρτα. Τότε, ο δικηγόρος και βουλευτής Τάλμποτ Κεφαλινός που κατέφτασε στον χώρο, τράνταζε συνεχώς με τα χέρια του την πόρτα και συγχρόνως περίλουζε με πολιτικούς στοχασμούς τον Διευθυντή του σχολείου. Τελικά, η πόρτα άνοιξε. Έγινε η διαδήλωση μπροστά στη Νομαρχία και ακολούθησε πορεία μέσω της Αλεξάνδρου Ρώμα που κατέληξε στην Πλατεία Σολωμού. Εκεί, στον ανδριάντα του ποιητή, κατατέθηκε το στεφάνι που προαναφέραμε, και τραγουδήθηκε ο Εθνικός Ύμνος.