Στις 29 Ιουλίου 2015, σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας, άφηνε την τελευταία του πνοή ο Νίκος Λαλώτης. Ο διανούμενος, ο ακτιβιστής, ο οικολόγος και ο ζακυνθινολάτρης. Δέκα χρόνια μετά η Λενέτα Στράνη, η ποιήτρια των “Ανάκουστων κελαηδισμών” βγάζει από το συρτάρι της ένα από τα δημοφλιή διηγήματά της, από εκείνα που κρύβουν, αγάπη, πόνο και νοσταλγία. Με τον τίτλο “Η τζόγια” στο διήγημα αυτό γράφει για τις τελευταίες συζητήσεις που είχε με τον αγαπημένο της φίλο και συνεργάτη Νίκο Λαλώτη, για τα όνειρά που έκαναν από παιδιά στον τόπο μας.
Η Τζόγια
Γεννήθηκε απ’ τις ολονύκτιες συζητήσεις μας, με αυγουστιάτικη πανσέληνο, στο όμορφο κτήμα του, στου Δράκα, στο ήσυχο ταβερνάκι «Ανατολικός» της παραλίας των Αλυκών και στο Κάτω Γερακαρίο, στο πέτρινο κατώφλι του σπιτιού μου.
Ο Νίκος την περιέγραφε σαν μια σπάνια λαϊκή αρχόντισσα, που τον γαλούχησε στην τρυφερή αγκαλιά της με τα νάματα του ζακυνθινού πολιτισμού και του εμφύσησε την έγνοια και την αγάπη για όλα τα πλάσματα γύρω του.
Μόλις την είδε να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στις σελίδες που φιλοξένησε, εδώ και χρόνια, η εφημερίδα του Νίκου Λυκούρεση, βούρκωσε. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκαν οι ιστορίες της Τζόγιας.
Σε κάθε έκδοση, σηκωνόταν απ’ το μνήμα της, έπαιρνε τις μαΐστρες και τα καντούνια, παρατηρούσε τις αλλαγές των καιρών, εξοργιζόταν με τις ασχήμιες που συναντούσε, ορμήνευε τους νεότερους, και παράλληλα, επαινούσε με πάθο ς όσους διαφύλαξαν, ως κόρη οφθαλμού, τα ήθη και τις παραδόσεις μας. Και πού δεν έφτασε τότε η Τζόγια.
Κουρτάλησε πόρτες στον κάμπο και στα βουνά, ευχαριστήθηκε από σημερινές κυράδες του Καμπιού, όπως η Θοδώρα, θαύμασε το βόρτο του Βαρθάλη στην Εξωχώρα, πικράθηκε πολλές φορές από κυνηγούς, που δεν έφηναν στο διάβα τους πουλί πετούμενο.
Ο Νίκος διάβαζε και το στήθος του παλλόταν όλο και περισσότερο από συγκίνηση. Θυμάμαι, κάποια περίοδο, να επαναλαμβάνει συνέχεια μια πρόταση του ιδιωματικού κειμένου: Μα να την εύρη η σμπαρία στο φτερό του ονείρου τση; Μου ’φυγε η εφημερίδα από τα χέρια.
Ένιωθε πως σε κείνη όφειλε τα πάντα. Τα έντονα συναισθήματα που τον συγκλόνιζαν, απ’ τα παιδικά του ακόμη χρόνια, μπροστά σε καθετί γνήσιο και αληθινό. Τον έρωτα για την ομορφιά της ζωής, τη δύναμη και το ψυχικό σθένος ν’ αγωνίζεται. Και δεν ήταν λίγοι οι αγώνες του Νίκου Λαλότη∙ για τους συνανθρώπους του, το φυσικό περιβάλλον, τον πολιτισμό.
Η Τζόγια, βέβαια, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ισχυριζόταν πως τη συναντούσε στις αυγινές αχτίδες του ήλιου, που τόσο λάτρευε, στο οργωμένο χώμα του φθινοπώρου, στη μυρωδιά των κρίνων της αμμουδιάς, στην ασπράδα της απλωμένης μπουγάδας.
Όταν την αναγνώρισε, ως κορυφαία του χορού, να διαποτίζει με το λόγο της απ’ την αρχή μέχρι το τέλος το διαλεκτικό βιβλίο, αναλύθηκε σε δάκρυα. Θα ξανασάνει, μου εκμυστηρεύτηκε, η ψυχού- λα τση. Μιλεί για ούλα, σα να την ακούω.
Αυτός ήταν ο Νίκος∙ ένας ονειροπόλος, αλαφροΐσκιωτος, που συνομιλούσε με τα άδολα και καθαγιασμένα πνεύματα του νησιού μας, αλλά συνάμα ένας ακτιβιστής, αγωνιστής της ζωής, ο οποίος κατάφερνε να πραγματοποιεί το αδύνατο. Σε γοήτευε με την τόλμη που διέθετε, την εφηβική δημιουργική του διάθεση και την άμετρη εσωτερική ελευθερία.
Η τελευταία και πιο ανεξίτηλη σφραγίδα σ’ αυτόν τον ακατάπαυστο αγώνα του ήταν το σπίτι του μεγάλου μας ποιητή Νικολάου Ούγου Φώσκολου.
Αποτελούσε για κείνον όνειρο ζωής και του αφιερώθηκε, στην κυριολεξία, με απαράμιλλο πείσμα, αγάπη και ανιδιοτέλεια. Δεν είναι κρίμα, μου παραπονιόταν, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, να παραδέρνει η ψυχή του άστεγη μέσα στον ίδιο τση τον τόπο;
Δε γυρεύει κανένα παλάτσο, το σπιτόπουλο όπου είχε να του χτίσουμε. Να τονε τρώνε τα λιοπύρια και οι τρεμουντάνες. Ήπρεπε να ντρεπόμαστε οι Ζακυθινοί.
Με το που πάρθηκε η απόφαση και άνοιξαν τα θεμέλια, η φωνή του άρχισε να εξασθενεί. Τότε, πραγματικά φοβήθηκα. Τώρα που το κατάφερε και τούτο, σκέφτηκα, να δεις, ο Νίκος ετοιμάζεται να μας εγκαταλείψει.
Βαρέθηκες την προεδρία; τον πείραξα∙ μα ποιος θα γνοιάζεται για το σπιτόπουλο και θα φωνάζει; Εδώ θα μείνεις για να συνεχίσεις το έργο, βλέπεις, τις συνηθίσαμε και τις αιρέσες σου.
Ο Φίλιππος, μού απάντησε, και ούλοι εσείς, εγώ θα τραβηχτώ στην άκρη.
Αποτραβήχτηκε και έσβησε σιγά σιγά μέσα στη ζεστασιά και τις φροντίδες της συντρόφου, της κόρης, του εγγονού και όλης της αγαπημένης του οικογένειας.
Εμείς, θα τον συναντάμε στην τρυφεράδα και στο λεπτό άρωμα των αγριολούλουδων, που στολίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη την πολύχρωμη ζακυνθινή γη. Είχε μεγάλη αδυναμία στις κοπελούλες, τα μανουσάκια και τους κοκόρους και με ειδοποιούσε, τηλεφωνικά, κάθε εποχή, για τα πρώτα που άνθιζαν. Μιλιούνια εβγήκανε, τον άκουγα ενθουσιασμένο, φυλάω εδώ χάμου να μην έμπουνε και μου τα κόψουνε.
Ήταν κι ο ίδιος ένα ανθρώπινο αγριολούλουδο, ευαίσθητο αλλά και ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες, που ξεχώριζε στη μουντή πραγματικότητα του σήμερα με τις χιλιάδες ψυχικές αποχρώσεις του. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς για την πολύτιμη προσφορά του και τον παρακαλούμε να μη μας λησμονήσει ποτέ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Το κείμενο γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, λίγες εβδομάδες μετά το θάνατο του Νίκου Λαλώτη, στις 29 Ιουλίου 2015.
**Η Λενέτα Στράνη κατάγεται από τη Ζάκυνθο, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε ψυχολογία και ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους.
Έχει γράψει τα βιβλία: “Μια ιστορία στο λιβάδι” (εξαντλημένο), “Ο ήλιος κλαίει” (εξαντλημένο), “Για να λέμε καλημέρα” (εξαντλημένο), “Ο κόκκινος φιόγκος του Προ” (εξαντλημένο), και το νεανικό μυθιστόρημα “Το ξενοπούλι και ο Συνορίτης ποταμός”, “Η Μαγιόφτερη και τα πονίδια της αγάπης”, “Τα παιδιά-πουλιά των Εξαρχείων”. “Η Ραχήλ και άλλες ιστορίες”.
΄Εχει επίσης εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Διεθνή ύδατα”, “Αγονες γραμμές” και “Ανάκουστοι κελαηδισμοί. Ποιήματα της έχουν μελοποιηθεί και είναι ευρέως γνωστά από τους Τιμόθεο Αρβανιτάκη και Γιάννη Παντάκη. Το θεατρικό έργο “Στου αμπελιώνε τσι φουρκάδες ή ο γάμος πάει αμόντε” εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Πατρών-Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων.