Γράφει η Μαρία Δρογγίτη
Κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με τον ερχομό της Άνοιξης. Η καθιέρωση αριθμεί ελάχιστες δεκαετίες.
Η αρχική ιδέα ήταν του ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες.
Με τη σειρά της, η Εταιρεία Συγγραφέων αποδέχτηκε την πρόταση και το 1998 θέσπισε την Ημέρα της Ποίησης στις 21 Μαρτίου, πρώτη μέρα μετά την εαρινή ισημερία. Ο Βασίλης Βασιλικός τον Οκτώβριο του 1999, ως πρέσβυς της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε την πρόταση, η οποία και υπερψηφίστηκε από τις συμμετέχουσες χώρες. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το σκεπτικό της απόφασης:. “Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα Μ.Μ.Ε.,ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες, καθώς και με τη Φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά “Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση”.
Το σκεπτικό αναφέρεται στη χρησιμότητα της ποίησης και στο ρόλο της στη ζωή μας και όχι στον ορισμό της. Μήπως δεν είναι εύκολο να την ορίσουμε; Ό,τι είναι ασαφές, παραμένει και απρόσιτο. Και η ποίηση δεν πρέπει να είναι μόνο για τους ποιητές και για λίγους, αλλά για όλους. Αρκεί να αναφερθεί ότι ο άνθρωπος εκφράστηκε γραπτά πρώτα στον ποιητικό λόγο και μετά στον πεζό λόγο, και μάλιστα με μια μεγάλη ποικιλία στην επική και λυρική ποίηση εκφράζοντας τον άνθρωπο ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής.
Ο Κ. Π. Καβάφης, το 1921 στο ποίημα “Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου Ποιητού εν Κομμαγηνή 595μ.Χ.” για να ανακουφιστεί από τον πόνο που προκαλεί το γήρασμα του σώματος που τον νιώθει σαν πληγή από φρικτό μαχαίρι, γράφει “ Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα΄/ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω”. Η Τέχνη της Ποιήσεως είναι το μόνο καταφύγιο του ποιητή. Αυτή μπορεί να ανακουφίσει τον ψυχικό πόνο με φάρμακα τη δύναμη της Φαντασίας είτε αναπαραστατικά είτε δημιουργικά και τη μαγική λειτουργία του Λόγου, δηλαδή της γλώσσας που πραγματοποιεί τη σύλληψη ή αναπαράσταση της Φαντασίας. Τι είναι ,λοιπόν, η ποίηση; Το μοναδικό καταφύγιο του ποιητή θα υποστήριζε ο Καβάφης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημα “Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες..” θα “απαντήσει” ειρωνικά “Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε.” Και έτσι μπαίνουμε στο “τεχνητό” παιχνίδι του ορισμού της ποίησης από τους ποιητές.
Εύκολη λύση στο ερώτημα τι είναι ποίηση, είναι να παραθέσουμε τι λένε οι ίδιοι οι ποιητές. Η πρώτη προσπάθεια συγκρίνοντας τον Καβάφη με τον Καρυωτάκη, κατέληξε σε μια φαινομενική αντίφαση. Και για τους δυο η ποίηση είναι καταφύγιο μόνο που ανακουφίζει τον πρώτο, ενώ τον δεύτερο όχι. Η αντίφαση αίρεται, αν σκεφτούμε το διαφορετικό θέμα των ποιημάτων και τη ζωή των ποιητών. Ο ένας βιώνει τα γηρατειά και καταφεύγει στην ποίηση ενώ ο άλλος βιώνει την σύγχυση, την παρακμή, την κατάρρευση που ένιωθε η γενιά του μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την απειλή ενός επόμενου, και γίνεται σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι΄αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο , δεν μπορούν να μπουν στον κόσμο της αρμονίας και της ουσιαστικής έκφρασης και καταλήγουν να το φθονούν.
Η ποίηση είναι ταξίδι σε άγνωστη χώρα, είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ,είναι ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι, είναι ο χορός των Μουσών με τον Απόλλωνα, είναι η άτυπη νομοθεσία της ανθρωπότητας, είναι η εξήγηση του ανεξήγητου, είναι η ιέρεια του αόρατου, είναι η γιορτή της διανοίας, είναι ο αντίλαλος που χορεύει με τη σκιά, είναι μια πόρτα ανοιχτή.. Ο κατάλογος τέτοιων εκφράσεων που έχουν διατυπωθεί από ποιητές και που σίγουρα μας αρέσει να τους λέμε και να τους ακούμε, είναι ατέλειωτος. Δεν ορίζουν βέβαια την ποίηση, αλλά την περιγράφουν.
Ο Κλέων Παράσχος, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας της γενιάς του Μεσοπολέμου, σε ένα δοκίμιό του, που ανθολογείται σε σχολικά βιβλία, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα τι είναι ποίηση. Αρχικά, θέτει ως βασική παράμετρο την αδυναμία μας να ορίσουμε την ποίηση, καταθέτοντας την άποψη του Γάλλου ποιητή Valery: “Επειδή ούτε το καθαυτό αντικείμενο της ποιήσεως ούτε η μέθοδος για να το βρούμε έχουν ξεκαθαριστεί, αφού, όσοι τα γνωρίζουν σωπαίνουν, και όσοι δεν τα ξέρουν μιλούν γι΄αυτά, κάθε σαφήνεια πάνω στα ζητήματα αυτά εξακολουθεί να είναι υπόθεση προσωπική, η μεγαλύτερη αντίφαση στις γνώμες επιτρέπεται, και για καθεμιά υπάρχουν ένδοξα παραδείγματα και πειράματα που δύσκολα μπορεί κανείς να τ΄αμφισβητήσει”.
Στη συνέχεια με γνώμονα την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη ποιητικών κειμένων και τα κοινά στοιχεία των τριών ειδών της ποίησης, επική, λυρική και δραματική, καταλήγει σε έναν πρώτο ορισμό: Ποίηση είναι κάθε βίωμα βαθύ που εκφράζεται με έμμετρο λόγο. Σύντομα όμως θα τον αμφισβητήσει γιατί ούτε ο έμμετρος λόγος αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της νεότερης ποίησης ούτε μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιο είναι το βαθύ βίωμα που αποτελεί αχώριστο στοιχείο της ποίησης. Έπειτα, στηριζόμενος στις απόψεις μεγάλων και γνωστών ποιητών αποδίδει στην ποίηση τα στοιχεία της πείρας, του πάθους, της Ομορφιάς, του ήχου των λέξεων που χρησιμοποιούνται, της μαγείας που δημιουργεί το ποίημα προσπαθώντας να ξεσκεπάσει το μυστήριο της ψυχής και του κόσμου. Επιχειρεί ξανά να ορίσει την ποίηση: Ποίηση είναι ένα βίωμα βαθύ που έγινε μαγικός λόγος. Όμως και αυτός δεν είναι απόλυτος, γιατί κάθε μαγικός λόγος δεν είναι απαραίτητα ποιητικός.
Κάπου, όμως πρέπει να καταλήξουμε, Ο Κλέων Παράσχος επιχειρεί έναν τρίτο ορισμό: Ποίηση είναι το βαθύ ψυχικό γεγονός, που έγινε λόγος μαγικός, που μπόρεσε να εναποθέσει την ουσία του, να μεταμορφώσει την ουσία του σε λέξεις. Προσθέτοντας πως ποίηση είναι οι ποιητές, ο λόγος τους είναι ουσία ποιητική και ενέργεια ποιητική. Μπορεί όμως η ποίηση που χιλιάδες χρόνια τώρα μεταμορφώνεται σε κάθε εποχή και σε κάθε ποιητή, να περιοριστεί σε λίγες λέξεις; Μπορούμε να πιάσουμε το άπιαστο και να ορίσουμε το μυστήριο; Κλείνει το θέμα με τα λόγια και τη συμπεριφορά ενός γάλλου φιλοσόφου, ο οποίος στο πρώτο μάθημά του της Φιλοσοφίας σε ανώτερη τάξη ενός γυμνασίου, εγραψε στον πίνακα: “Τι είναι φιλοσοφία;” και απάντησε : “ Δεν ξέρω” Την ίδια απόκριση τίμιο είναι να δίνουμε και όταν μιλούμε για την ποίηση.
Συμπερασματικά, η ποίηση είναι όλα τα παραπάνω και πάνω από αυτά, είναι η τέχνη που εκφράζει το ωραίο και την καλαισθησία μας, ψυχαγωγεί, διδάσκει, εμπνέει, πλουτίζει τη σκέψη και τη ζωή μας, ένας τρόπος να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας.
Αξίζει να την ζούμε και να την γιορτάζουμε!