Στις 3 Δεκεμβρίου 2014, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» των Αθηνών, διοργανώθηκε εκδήλωση μνήμης της διάσωσης της εβραϊκής κοινότητας της Ζακύνθου, το 1943, από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Γερμανών κατακτητών.
Τα γεγονότα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Περί τα τέλη του 1943, ο Γερμανός Φρούραρχος Πάουλ Μπέρενς κάλεσε τον Δήμαρχο Λουκά Καρρέρ και τον διέταξε να του υποβάλει κατάλογο των εβραϊκών οικογενειών της Ζακύνθου, με τον προφανή σκοπό του εκτοπισμού τους, στη συνέχεια, σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η διαταγή εντοπισμού και εκτοπισμού των Εβραίων δεν αφορούσε ειδικά τη Ζάκυνθο, αλλά ήτανε πανελλήνια. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι στα Ιωάννινα συνελήφθησαν περίπου 2000 Εβραίοι (άντρες, γυναίκες και παιδιά), που εγκλειστήκανε σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, από τα οποία, μετά την απελευθέρωση, επιστρέψανε λιγότεροι από 200 επιζήσαντες.

Ο Καρρέρ ζήτησε τη συμπαράσταση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου Δημητρίου και οι δύο, αφού εξαντλήσανε τα όποια ανθρωπιστικά επιχειρήματα προς τον γερμανό διοικητή Αλφρέδο Λύτ, του υποβάλανε τον αιτηθέντα κατάλογο με μόνα τα δύο ονόματά τους, ενώ παράλληλα παρακινήσανε τους Ζακυνθινούς να φιλοξενήσουνε και να κρύψουνε τους Εβραίους συμπολίτες στα σπίτια τους. Αποτέλεσμα υπήρξε η ματαίωση της σύλληψης και η διάσωση των 275 Ζακυνθινών Εβραίων.
Η κίνηση των Δημητρίου και Καρρέρ της υποβολής των ονομάτων τους, στη θέση του καταλόγου των ονομάτων της εβραϊκής κοινότητας, υπήρξε αντιστασιακή, παράτολμη και συγχρόνως καταλυτική, καθώς κέρδισε τις εντυπώσεις κατά το κρίσιμο momentum, συγκίνησε και παρακίνησε σε σύμπραξη το ζακυνθινό λαό, αλλά και παγίδευσε τις συνειδήσεις των Γερμανών στο δίλημμα της επιλογής της επιείκειας ή της βίαιης καταστολής της ανυπακοής, αρχής γενομένης φυσικά από τον Δήμαρχο και τον Μητροπολίτη.

Από το βιβλίο του κυρίου Σαμουήλ Μόρδου «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου, Χρονικό Πέντε Αιώνων», Αθήνα 2010, μαθαίνουμε ότι και κάποιοι άλλοι Ζακυνθινοί, παρενέβησαν στον γερμανό διοικητή Αλφρέδο Λύτ, υπέρ των Εβραίων. Αναφέρει ο συγγραφέας τον Διονύσιο Ρώμα, τον ιατρό Δημήτριο Κατεβάτη και τον Ευάγγελο Αγγελόπουλο, «ο οποίος επίσης», γράφει ο Σαμουήλ Μόρδος, «προέβαινε σε παρεμβάσεις υπέρ των Εβραίων στον φρούραρχο του νησιού Μπέρενς, λόγω της γνωριμίας του με αυτόν (ο Μπέρενς ήταν ανεψιός της Γερμανίδας δασκάλας του Ε. Αγγελόπουλου στην Πάτρα). Ωστόσο άλλο ήταν οι φιλάνθρωπες παραινέσεις καλοπροαίρετων, γερμανομαθών προφανώς, πολιτών και άλλο η άρνηση υπακοής του Μητροπολίτη και του Δημάρχου, η οποία συγκίνησε και κινητοποίησε το ζακυνθινό λαό στο να συμμετάσχει στην άρνηση υπακοής. Παραθέτω ξανά Σαμουήλ Μόρδο: «Όταν ο Μητροπολίτης και ο Δήμαρχος», γράφει, «αποφάσισαν για κάθε ενδεχόμενο, οι Εβραίοι να διασκορπισθούν στα χωριά του νησιού, χριστιανικές οικογένειες τους έκρυψαν και ανέλαβαν τη διατροφή τους».
Θα αναφερθώ, τώρα, σε κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες, σχετικές με τις προσωπικότητες του Μητροπολίτη Χρυσόστομου Δημητρίου και του Δημάρχου Λουκά Καρρέρ, που εντόπισα στο βιβλίο του Θέμη Μαρίνου «Μυστική Αποστολή στο Ιόνιο (1944) – Κωδικός Darstard», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013.
Ο Θεμιστοκλής Μαρίνος, τότε έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με πλούσια δράση στην επιχείρηση του Γοργοπόταμου και αλλού, διατάχτηκε από το Συμμαχικό Επιτελείο της Μέσης Ανατολής, τον Απρίλιο του 1944, να οργανώσει επικεφαλής ομάδας Ελλήνων αξιωματικών, δίκτυο κατασκοπίας και δολιοφθορών στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα. Το πρώτο κλιμάκιο, που αποβιβάστηκε από υποβρύχιο, στις βορειοδυτικές ορεινές ακτές της Ζακύνθου στις 23 Απριλίου 1944, ήτανε τριμελές, αποτελούμενο από τον επικεφαλής Θέμη Μαρίνο, τον έφεδρο ανθυπίλαρχο Θεόφιλο Σαρίκα και το λοχία ασυρματιστή Γεώργιο Διακογιάννη. Η ομάδα εγκατέστησε το κέντρο των επιχειρήσεών της στην ορεινή Μονή της «Υπεραγάθου», φιλοξενούμενη από τον ηγούμενο Νεόφυτο.
Ο Μαρίνος, που ήτανε Ζακυνθινός, επικοινώνησε μυστικά με επίλεκτους συμπολίτες του, κάποιοι από τους οποίους ριψοκινδυνέψανε να συμπράξουνε στην επίτευξη των στόχων της αποστολής. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται σε πρόσωπα και πράγματα της εποχής, επιζητώντας να σκιαγραφήσει το έμψυχο περιβάλλον τις θετικές τάσεις ή τις αποθετικές. Μεταξύ άλλων, διηγείται διεξοδικά τη διάσωση των Εβραίων το 1943, τονίζοντας τις επιδράσεις του γεγονότος στο αντιστασιακό φρόνημα του ζακυνθινού λάου. Επιπλέον όμως αποκαλύπτει – και αυτό είναι το εξαιρετικά ενδιαφέρον – και κάποιες άλλες δραστηριότητες του Δημάρχου και του Μητροπολίτη, οι οποίες συμπληρώνουν, όπως πιστεύω, την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τις προσωπικότητές τους.
Σχετικά με τον Μητροπολίτη, γράφει: «Στις 23 Νοεμβρίου 1943 επανήλθε στο νησί ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Δημητρίου, που είχε εξορισθεί στις 10 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους από τον τότε Ιταλό επιτετραμμένο Λουίτζι Τζανόνι. Πρώτη φροντίδα του ήταν το επισιτιστικό πρόβλημα του νησιού, για το οποίο απευθύνθηκε απευθείας στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Για τον χειρισμό του θέματος συστήθηκε ειδική επιτροπή υπό τον ίδιο ως πρόεδρο και μέλη τους Δημήτριο Κούμανη (ιατρό), Παναγιώτη Κονίδη (τέως γυμνασιάρχη), Στέφανο Παπαδάτο (δικηγόρο), Ιωάννη Μπάϊλα (της Εθνικής Τραπέζης) και Νικόλαο Βαρβιάνη (φαρμακοποιό). Το πρώτο φορτίο τροφίμων για μικρά παιδιά μέχρι 14 ετών, του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού, έφτασε στη Ζάκυνθο στις 3 Ιανουαρίου 1944, με τοπικό βενζινόπλοιο του Διονυσίου Ζαμπάτη».
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο δυναμικός και ανυπότακτος Μητροπολίτης, αφ’ ενός είχε εξορισθεί από τους Ιταλούς, αφ’ ετέρου ότι σχεδόν άμεσα μετά την επιστροφή του στις 23 Νοεμβρίου 1943, απτόητος, ριψοκινδύνεψε εκ νέου. Θεωρώ ότι οι πιο πάνω πληροφορίες, πιστοποιούνε το ήθος του Χρυσόστομου Δημητρίου, ενισχύοντας την εικόνα που σχηματίστηκε από την επακόλουθη προσφορά του στη διάσωση των Ζακυνθινών Εβραίων.
Σχετικά με τον Δήμαρχο τώρα. «Ο ηγούμενος», γράφει ο Θέμης Μαρίνος (αναφερόμενος στον ηγούμενο της «Υπεραγάθου» Νεόφυτο), «μετέφερε επίσης προσωπικό μήνυμά μου στον Δήμαρχο Ζακυνθίων Λουκά Καρρέρ – οικογενειακό μου φίλο -, με αίτημα την έκδοση έγκυρων δελτίων ταυτότητάς μας με τοπικά, υπαρκτά, ονόματα. Υπενθυμίζεται πως οι ταυτότητες που διαθέταμε από το Κάιρο ήταν πλαστές, της Αστυνομίας Αθηνών» […] «τρεις μέρες αργότερα (ο Δήμαρχος) μας έστειλε τις ταυτότητες που ζήτησα, επικυρωμένες από τη γερμανική αστυνομία, με ονόματα υπαρκτά αλλά αγνοουμένων προσώπων. Τη δική μου ταυτότητα, με το όνομα Διονύσιος Παξινός κι επάγγελμα υφαντουργός, διατηρώ στο αρχείο μου».
Η έκδοση δελτίων ταυτότητας σε κατασκόπους και σαμποτέρ, εν καιρώ πολέμου, μπορούσε να οδηγήσει τον Καρρέρ, με συνοπτικές διαδικασίες, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το ότι ανταποκρίθηκε, αψηφώντας τον κίνδυνο, αναδεικνύει για άλλη μια φορά το χαρακτήρα και ιδιαίτερα, τον πατριωτισμό του.
Είναι δύσκολο, σε μεταγενέστερη εποχή και υπό διαφορετικές συνθήκες, να συλλάβει κανείς τη δριμύτητα των καιρών εκείνων. Και δύσκολο, ως εκ τούτου, αναφερόμενος σε γεγονότα και συμπεριφορές, να νιώσει απόλυτα τη δραματική τους ένταση. Η γενναία και αλτρουιστική στάση του Λουκά Καρρέρ και του Χρυσόστομου Δημητρίου υπό καθεστώς τρόμου και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής, υπερέβαινε την άρνηση ή την υπεκφυγή∙ αποτελούσε προκλητική απαξίωση του αιτήματος της προδοσίας. Αποτελούσε, ακόμα, μιαν αποκάλυψη της φωτεινής πλευράς της ανθρώπινης ψυχής, η οποία στην περίπτωση κάποιων ατόμων, προτάσσει την τιμή και την αλληλεγγύη στο φόβο.
Τελειώνοντας, οφείλω να υπογραμμίσω ότι οι Ζακυνθινοί Εβραίοι αποδείχτηκαν ηθικά αντάξιοι της προσφοράς των συμπατριωτών τους, καθώς προέβαλαν με ευγνωμοσύνη τη διάσωσή τους στη νέα τους πατρίδα, το Ισραήλ, με αποτέλεσμα τα γεγονότα της Ζακύνθου να αναδειχθούν, όπως τους άξιζε, σε πανευρωπαϊκό παράδειγμα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού. Ένα παράδειγμα αξιοθαύμαστο και συγκινητικό, που φώτισε και θα φωτίζει το ζόφο της ιστορίας των ανθρωπίνων παθών.
Νίκιας Λούντζης