Η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της ως προς τη φορολογική ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη φορολογία στον τουριστικό τομέα, λόγω υψηλού ΦΠΑ διαμονής και Τέλους Ανθεκτικότητας καθώς και μη μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα για τους υψηλότερους μισθούς.
Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η υπερβάλλουσα φορολογική πίεση που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ξενοδοχεία έναντι των ανταγωνιστών τους έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική βιωσιμότητα κυρίως των πιο αδύναμων επιχειρήσεων, που με μεγάλη συχνότητα απαντώνται – ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά – στους λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς, στη συρρίκνωση της τουριστικής περιόδου σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας και στην πίεση για υψηλότερες τιμές ώστε να καλύπτονται οι φόροι και τα υπόλοιπα λειτουργικά κόστη.
Το ΙΝΣΕΤΕ ανέθεσε στην PwC τη «Μελέτη καταγραφής και συγκριτικής αξιολόγησης του φορολογικού πλαισίου που διέπει τις τουριστικές επιχειρήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς», προκειμένου να καταγράψει και να αξιολογήσει τη φορολογική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας σε σχέση με βασικούς ανταγωνιστές της στον τουρισμό – Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Τουρκία, Κύπρο και Πορτογαλία. Σε συνδυασμό και με την επακόλουθη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ με θέμα «Η Επίπτωση των Υψηλών Φορολογικών Συντελεστών στα Ξενοδοχεία», προκύπτουν συνοπτικά τα εξής:
-Ενώ η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά τη συνολική της ανταγωνιστικότητα στην εταιρική φορολογία στο σύνολο της οικονομίας, ανεβαίνοντας στην 3η θέση από την 6η που κατείχε το 2015, η εικόνα για την φορολογική ανταγωνιστικότητα του τουρισμού είναι δυσμενέστερη με κατάταξη στην 5η θέση αν ληφθούν υπόψη φόροι που πλήττουν κυρίως τη λειτουργία της επιχείρησης και την 4η θέση αν ληφθούν επιπρόσθετα και φόροι που αφορούν τους επενδυτές. Η χαμηλότερη κατάταξη του τουρισμού σε σχέση με τη συνολική οικονομία επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ένας από τους πλέον δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας υποβάλλεται σε υπερβάλλουσα φορολογική πίεση, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πεδίο της εταιρικής φορολογίας στη συνολική οικονομία της χώρας.
-Για το ελληνικό ξενοδοχείο συγκεκριμένα, λόγω των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ, του Τέλους Ανθεκτικότητας και του υψηλού μη μισθολογικού κόστους, τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ) είναι σημαντικά λιγότερα από τις δαπάνες για φόρους και εισφορές (αντιστοιχούν μόλις στο 56,9% των δαπανών αυτών), ενώ στην Πορτογαλία τα ΚΠΦΤΑ αντιστοιχούν στο 111,9% των ίδιων φόρων και εισφορών και στην Κύπρο είναι σχεδόν τριπλάσια (171,1%). Ακόμα, το ελληνικό ξενοδοχείο έχει τα χαμηλότερα ΚΠΦΤΑ σε σχέση με τις 2 υπόλοιπες χώρες που εξετάζονται και, ενδεικτικά, λαμβάνει έως και 38,4% λιγότερα ΚΠΦΤΑ σε σχέση με την Κύπρο.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του TMF Group, που εξετάζει την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών διαδικασιών (Business Complexity) σε 79 χώρες που καλύπτουν το 94% του παγκόσμιου ΑΕΠ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη, χειρότερη θέση. Αυτό το υψηλό κόστος ρυθμιστικής και κανονιστικής συμμόρφωσης που αφορά στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας επιβαρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις και επιπροστίθεται στην υπερβάλλουσα φορολογική πίεση των τουριστικών επιχειρήσεων.
Η ίδια εικόνα αναδύεται και από την αξιολόγηση του Travel & Tourism Development Index 2024 του World Economic Forum. Ενώ στη συνολική κατάταξη ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται στην 21η θέση διεθνώς, στο πεδίο του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (Business Environment) η Ελλάδα κατατάσσεται στην 52η θέση.