Νέες αυξήσεις καταγράφονται τις τελευταίες ημέρες στις τιμές των τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης στα σούπερ μάρκετ και σε άλλα καταστήματα, με τους καταναλωτές να βλέπουν ότι η ακρίβεια τους έχει γονατίσει και αδυνατούν να ανταποκριθούν στην καθημερινότητα.
Η μεγαλύτερη αύξηση αφορά τη σοκολάτα, τον καφέ, το μοσχαρίσιο κρέας, το τυρί και ακολουθούν όλα τα άλλα είδη με μικρότερες προς το παρόν αυξήσεις. Επίσης παρατηρείται ότι έχουν μειωθεί οι προσφορές. Η επίσκεψη του κόσμου στα σούπερ μάρκετ έχει καταντήσει εφιάλτης αφού οι συνεχείς αυξήσεις δεν του επιτρέπουν να ζει αξιοπρεπώς.
Τα τρόφιμα στα οποία εστιάζουμε είναι απολύτως αναγκαία και δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο περικοπές στην ποιότητά τους, ενώ σε άλλα είδη το καταναλωτικό κοινό έχει τη δυνατότητα για περισσότερες περικοπές όπως είναι η ένδυση και η υπόδηση, τα ταξίδια και οι έξοδοι.
Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων είναι συνεχείς και δεν φαίνεται ότι υπάρχει πολιτική βούληση για να αλλάξουν τα πράγματα, ενώ πλέον οι καταναλωτές κυνηγούν με μανία τις προσφορές και συχνά αναζητούν καλύτερες τιμές πηγαίνοντας από το ένα σούπερ μάρκετ στο άλλο.
Ειδικοί σημειώνουν πως τόσο μεγάλες αυξήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από την αλλαγή στο κλίμα και την παρατεταμένη ξηρασία του καλοκαιριού και αυτά που συμβαίνουν είναι αισχροκέρδεια την οποία εισπράττουν οι μεγάλες αλυσίδες των τροφίμων. Άλλωστε οι τιμές που παίρνει ο παραγωγός, ο αγρότης, ο κτηνοτρόφος, έρχονται να το επιβεβαιώσουν αυτό πανηγυρικά.
Οι τελευταίες ημέρες του Φεβρουαρίου έδειξαν πως μας περιμένει μία δύσκολη άνοιξη καθώς οι εκτιμήσεις λένε πως δεν πρόκειται να σταματήσει το ράλυ ανόδου στις τιμές των προϊόντων.
Από την πλευρά τους οι εκπρόσωποι των σούπερ μάρκετ δηλώνουν ότι με δεδομένο ότι το καθαρό περιθώριο κέρδους του κλάδου είναι ήδη πολύ χαμηλό, 1,8%, είναι εξαιρετικά δύσκολη η ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των κερδών και θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Τα πράγματα βρίσκονται εκτός ελέγχου και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που η χώρα μας πρέπει να δει τα πράγματα από την αρχή και να επιβάλλει μέτρα, χωρίς να επικαλείται συνέχεια τα περί ελεύθερου ανταγωνισμού.