Ο Αγαλάς είναι γνωστός για την αυθεντική του ομορφιά αλλά και για ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο που τον καθιστά σημείο αναφοράς στο νησί. Σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία του χωριού, μπορεί να συναντήσει κανείς πολυάριθμα πηγάδια, τα οποία δεν είναι μόνο γεμάτα με νερό, αλλά ξεχωρίζουν γιατί το νερό τους είναι και στην επιφάνεια του εδάφους. Αυτό το φαινόμενο είναι μοναδικό για την Ζάκυνθο, ενώ ακόμα και κατά τους πιο ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες, τα πηγάδια παραμένουν γεμάτα με νερό.
Παρά, όμως, την φυσική αυτή κληρονομιά, ο Αγαλάς αντιμετωπίζει και ορισμένες προκλήσεις που περιορίζουν την ανάπτυξή του. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η έλλειψη ενός δρόμου διαφυγής, μια απαραίτητη υποδομή που θα ενίσχυε την ασφάλεια των κατοίκων και των επισκεπτών, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Παρότι τα προβλήματα του χωριού δεν είναι μεγάλα, η ανάγκη για βελτίωση των υποδομών του, όπως ο δρόμος διαφυγής, είναι επιτακτική.
Τα προβλήματα
Ο κ. Γιάννης Κλάδης, πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Αγαλά, δήλωσε στον –Ε- αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το χωριό του και είπε τα εξής:
«Καταρχήν λόγω της εποχής είναι πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα από το καλοκαίρι. Βέβαια, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που έχουμε είναι με τους αγροτικούς δρόμους. Όσο και να τους συντηρούμε, έχουμε συνέχεια προβλήματα. Κατά τα αλλά δεν έχουμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα.
Επίσης ένα θέμα που αντιμετωπίζουμε το τελευταίο χρονικό διάστημα στη περιοχή μου είναι με την παροχή νερού σε κάποια σπίτια. Πιο συγκεκριμένα, με την έναρξη του νέου κεντρικού αγωγού που έρχεται από τον Αι Γιάννη και πάει προς τα ορεινά, σταμάτησαν να παίρνουν κάποιες παροχές νερό. Κάποιοι πολίτες έπαιρναν νερό από τον παλιό αγωγό. Τώρα, περίπου 10 σπίτια δεν λαμβάνουν νερό. Βέβαια, δεν δημιουργήθηκε κανένα σοβαρό πρόβλημα.
Τα πηγάδια
Ο κ. Γ. Κλάδης αναφέρθηκε σε ένα φυσικό φαινόμενο που υπάρχει στο χωριό με τα πηγάδια:
«Δημιουργείτε ένα φυσικό φαινόμενο με τα πηγάδια της περιοχή μου, όταν έχει συνεχείς βροχοπτώσεις. Είναι ένα σημείο, το οποίο λέγεται τα πηγάδια του ‘’Ανδρωνιού’’. Δεν είναι τυχαίο όπου οι προγονοί μας έφτιαξαν αυτά τα πηγάδια στο συγκεκριμένο σημείο. Πρόβλεψαν ότι θα έχουν όλες τις εποχές νερό. Ειδικά τις μέρες που βρέχει συνεχόμενα το νερό ξεπερνάει ακόμα και τα φιλιατρά των πηγαδιών. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το νερό δεν βρίσκεται απέξω από αυτά αλλά τα πηγάδια μέσα είναι γεμάτα με νερό».
Ο δρόμος διαφυγής
Ο κ. Γ. Κλάδης μίλησε στον –Ε- σχετικά με τον δρόμο διαφυγής που πρέπει να φτιαχτεί στο Αγαλά και είπε:
«Γενικότερα είμαστε ένα μικρό ορεινό χωριό με λίγα προβλήματα. Έχουμε έναν δρόμο διαφυγής που πρέπει να φτιαχτεί. Είναι αυτός ο δρόμος, ο οποίος πάει προς το Πλακάκι. Η μόνη πρόσβαση που έχει το χωριό μου προς την θάλασσα είναι στο Πλακάκι. Βέβαια, αυτή η πρόσβαση γίνεται μέσω ενός μονοπατιού. Ο συγκεκριμένος δρόμος είναι αδιέξοδος. Αν τύχει κάτι δεν μπορεί να διαφύγει κάποιος μέσω αυτού.
Μέχρι στιγμής, υπάρχει μια λύση, η οποία είναι να ενώσουμε αυτό τον δρόμο με έναν παλιό που είχε χαραχτεί και να υπάρχει μια κυκλική διαδρομή. Γίνεται μια συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό το έχουμε επισημάνει και στους υπευθύνους. Επιπλέον, ο Βουλευτής, Δ. Ακτύπης, ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα στην κοπή της πίτας ότι στα επόμενα βήματα του είναι ο δρόμος διαφυγής στο Πλακάκι».
ΑΝΤΡΟΝΙΟΣ
Πριν από χρόνους και καιρούς, πόσους κανείς δεν ξέρει,
στα όρη τα Ζακυνθινά, στου Αγαλά τα μέρη,
έφτασε ένας γίγαντας, ψηλός τριακόσια μέτρα,
ο δράκοντας ο Αντρονιός, που έστιβε την πέτρα.
Τους χωριανούς φοβέρισε, πώς θα τους ξεκοιλιάσει,
αν δεν του φέρουν φαγητό, να φάει, να χορτάσει.
Κακότροπος και άσχημος, εμύριζε σαν τράγος,
και σ’ όλους έκαμε γνωστό, πως ήταν χορτοφάγος.
Ζήτησε όσπρια, κρασί, λαχανικά και φρούτα,
έτρωγε κήπο ολόκληρο, μέσα σε δυό μινούτα.
Είπε να φέρουν και σανό, να φάει τ’ άλογό του,
που το αγάπαγε πολύ, και τό ‘χε σύντροφό του.
Του πήγαν μιά, του πήγαν δυό, του πήγαν άλλες έξι,
μα το χωριό δεν μπόρεσε το βάσανο ν’ αντέξει.
Κάλεσαν το συμβούλιο, για να αποφασίσουν,
πώς να γλιτώσουν απ’ αυτόν, πως να τον εξορίσουν.
Βγήκε μπροστά ο Δαμιανός, του Αγαλά ο προστάτης,
άντρας γενναίος, δίκαιος, άρχοντας, απελάτης.
“Εγώ”, είπε στους χωριανούς, “μαζί του θα παλέψω,
με όλη μου τη δύναμη, για να σας προστατέψω”.
“Με την ευχή σας γέροντες, το τέρας θα νικήσω,
θα απαλλάξω το χωριό, γαλήνη θα σκορπίσω.
Μα αν με νικήσει, δυστυχώς, τη θέση μου θα πάρει,
και το μικρό μας το χωριό, αυτός θα κουμαντάρει”.
Εδέχτηκε ο Αντρονιός, με γέλια τον αγώνα,
πιωμένος όμως ήτανε, κι αργός σαν τη χελώνα.
Ευκίνητος ο Δαμιανός, τρικλοποδιά του βάνει,
σαν σβούρα τρέχει γύρω του, κι ο Αντρονιός τα χάνει.
Πριν να συνέλθει το θεριό, του βάνει μιά ακόμα,
και με τα μούτρα έπεσε, ο Αντρονιός στο χώμα.
Με ένα σάλτο ο Δαμιανός, στο σβέρκο του καθίζει,
τον δένει χειροπόδαρα, και τόνε φυλακίζει.
“Ήσουν”, του είπε ο Δαμιανός, “σκληρός με τους ανθρώπους,
καθόλου δεν σεβάστηκες, των χωρικών τους κόπους.
Αποζημίωση χρωστάς, σ’ όλους αυτούς να δώσεις,
και ίσως το τομάρι σου, μπορέσεις να γλιτώσεις”.
“Θα κάμουνε συμβούλιο, και θα σε τιμωρήσουν,
για το μεγάλο θράσος σου, βαριά ποινή θα ορίσουν.
Θα συμφωνήσω με αυτούς, σε ό,τι αποφασίσουν,
γι αυτό συγγνώμη ζήτα τους, μήπως σε συγχωρήσουν”.
“Αφήστε με ελεύθερο”, ο Αντρονιός φωνάζει,
“θα κάμω ό,τι θέλετε, και ό,τι σας χτικιάζει.
Θα βοηθάω στις δουλειές, θα βόσκω τα γελάδια,
θα φτιάξω, νά ‘χετε νερό, και δώδεκα πηγάδια”.
Εσκέφτηκαν οι χωριανοί, να μην τον τιμωρήσουν,
να γίνει ό,τι έταξε, και ήσυχα να ζήσουν.
Όμως το ξεκαθάρισαν, κι άλλο να μη γυρεύει,
μόνος θα βρίσκει φαγητό, μόνος θα μαγειρεύει.
Το δέχτηκε ο Αντρονιός, και μέσα στα λαγκάδια,
αρχίνισε σιγά-σιγά, να φτιάχνει τα πηγάδια.
Από ψηλά ο Δαμιανός, που λίγο ανησυχούσε,
από μία δίπατη σπηλιά, τον παρακολουθούσε.
Ήσυχα κύλαγε η ζωή, μέσ’ στου χωριού τη φύση,
κι ο Αντρονιός φαινότανε, να έχει ηρεμήσει.
Εδούλευε, βοήθαγε, με ήλιο, με σελήνη,
και κάπου-κάπου τού ‘διναν, να τρώει και να πίνει.
Κάποιες γυναίκες του χωριού, του έφτιαχναν και πίτες,
άλλες του δίνανε γλυκά, και άλλες τηγανίτες.
Λίγοι τον συμπαθήσανε, κάποιοι τον αγνοούσαν,
κι άλλοι τον πότιζαν κρασί, μαζί μεθοκοπούσαν.
Τότε γινότανε στρυφνός, προσβλητικός, χυδαίος,
έβριζε και βλαστήμαγε, και προξενούσε δέος.
Και όσο πέρναγε ο καιρός, με κάθε ευκαιρία,
έδειχνε προς τους χωριανούς, μίσος και μοχθηρία.
Κι όταν μισοτελείωνε και το στερνό πηγάδι,
άγριος θυμός τον έπιασε, και σκότωσε έναν Κλάδη.
Χτύπησε εννέα χωριανούς, γκρέμισε δύο σπίτια,
κι είπε πως θέλει φαγητό, ν’ αρχίσουν τα συσσίτια.
Κλαίγοντας πάνε οι χωριανοί, στον Δαμιανό και πάλι,
να κάμει κάτι ο άρχοντας, να σώσουν το κεφάλι.
“Δύσκολα θα τον πιάσουμε, θα δούμε τί θα γίνει”,
είπε πικρά ο Δαμιανός, νιώθοντας την ευθύνη.
Είπε λοιπόν σε μιά γριά, μιά πίτα να του φτιάξει,
και μέσα δηλητήριο, μπόλικο να σταλάξει.
Την έφαγε ο Αντρονιός, την πίτα πεινασμένος,
και έπεσε σε λήθαργο, βαρυστομαχιασμένος.
Έτρεξαν όλοι οι χωρικοί, μ’ αξίνες και τσαπούνια,
με φόβο, μα και με οργή, τον έκαμαν μπουκούνια.
Και έτσι απαλλάχτηκαν από το βάσανό τους,
και η γαλήνη απλώθηκε και πάλι στο χωριό τους.
Πάνω στη δίπατη σπηλιά, θάφτηκε τ’ άλογό του,
και πήρε η περιοχή τ’ όνομα το δικό του.
Τώρα “κοιλάδα του Αντρονιού”, την έχουν ονομάσει,
κι απ’ τη σπηλιά “του Δαμιανού”, τη φύση έχουν θαυμάσει.
Δύ-στιχος