Διαβάζοντας τη Λενέτα Στράνη, ό,τι κι αν γράφει (ποίηση, παραμύθια, ιστορίες), έχω την εντύπωση πως πατά σε δύο διαφορετικούς κόσμους.
Ο ένας είναι ο πραγματικός, στην πλήρη εικόνα του, με τη Λενέτα να βρίσκεται συνειδητά μέσα του, χωρίς καμιά ψευδαίσθηση ωραιοποίησης, καθώς στην ουσία είναι ρεαλίστρια. Γνωρίζει ποια είναι, ποιος ο κόσμος που την περιβάλλει, και, κυρίως, ποια η θέση της σ’ αυτόν. Ωστόσο, ένας άλλος, διαφορετικός κόσμος συνυπάρχει με τον πραγματικό, όχι για να τον καταργήσει, σε μια αδιέξοδη ονειροφαντασία, αλλά ίσα ίσα για να τον καταστήσει περισσότερο προσεγγίσιμο, μέσα από μια νέα ματιά. Η Στράνη, με τη βοήθεια του προσωπικού της κόσμου, μοιάζει να διεμβολίζει την πραγματικότητα, ανοίγοντας μικρές χαραμάδες, προκειμένου να μας δείξει μια νέα θέα, να μας προτείνει μια άλλη δυνατότητα ζωής.
Αυτό κάνει και στην πρόσφατη συλλογή της με εννέα ιστορίες. Η κάθε μία από αυτές φωτίζει σκοτεινά τοπία της σύγχρονης ζωής, επιτρέποντας στον αναγνώστη της μια ιδιόμορφη «συμμετοχή», καθώς καλείται ο ίδιος να απαντήσει στα έμμεσα ερωτήματα που θέτει η συγγραφέας· ίδιον, άλλωστε, της καλής λογοτεχνίας να θέτει ερωτήματα και όχι να τα απαντά. Επιλέγω κάποιες από τις ιστορίες, γιατί σ’ αυτές συνοψίζεται όλη η οπτική της, αλλά και οι «προτάσεις» της για μια διαφορετική εικόνα του κόσμου.
Στην ιστορία «Τα χρώματα», θα μιλήσει για την υποταγή, χρησιμοποιώντας τον συμβολισμό (χαρακτηριστικό της γραφής της), θα μας δώσει την εικόνα του υποταγμένου άχρωμη, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης πώς (και αν) άραγε θα άντεχε την αιφνίδια εισβολή του χρώματος.
Σε άλλη ιστορία, θα μιλήσει για το ταξίδι, αρχικά κυριολεκτικά, για να μας μεταφέρει κατόπιν με μια άλλη οπτική, να δείξει πως το πραγματικό ταξίδι μπορεί να είναι μπροστά μας, ακόμα κι αν χρειαστεί, για να το δούμε, να κοιτάξουμε από μια μισάνοιχτη πόρτα. Ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί αν ο ίδιος θα άνοιγε εντελώς την πόρτα για να συναντήσει το όνειρό του, όπως ο ήρωας της Στράνη.
Αλλού, στην πιο ολοκληρωμένη, κατά τη γνώμη μου, ιστορία, τη «Μάσκα». Θα δείξει πώς η προσαρμοστικότητα από αναγκαία συχνά συνθήκη, μεταποιείται σε ενσωμάτωση για να καταλήξει εθιστική τόσο, που αν κάποτε η συνείδηση «ξυπνήσει» και θέλεις να απαλλαγείς από αυτήν, είναι πλέον αδύνατον, εκτός αν γδάρεις τον ίδιο σου τον εαυτό· μια μορφή «ωμοφαγίας εαυτού».
Αλλά και η μεταβολή του θεατή σε θύμα, στη συγκλονιστική ιστορία «Το τσίρκο», εισχωρεί βαθιά στη συνείδηση του αναγνώστη, καθώς αντιλαμβάνεται πως όλο και κάποιος θα πριονίζει το σχοινί του ακροβάτη, αφήνοντας τον ίδιο στη θέση του χειροκροτητή-θεατή, χωρίς να συνειδητοποιεί πως αυτή είναι η μοίρα του καθενός που θα θελήσει να ξεχωρίσει, ριψοκινδυνεύοντας την ασφάλειά του, την ηρεμία του, τη βολική του ενσωμάτωση στο σώμα των πολλών.
Η συνειδητοποίηση, για τη Στράνη, είναι ένα σταθερό θέμα στη γραφή της. Εδώ, στην ιστορία «Τα φτερά» (άλλο σύμβολο, επανερχόμενο στη γραφή της), θα δούμε τη μοναξιά της συνείδησης εκείνης που, ξεχωρίζοντας από τις πολλές και ομοειδείς, θα θελήσει να μιλήσει στους αδαείς. Επί ματαίω;
Αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στο εξώφυλλο (έργο φιλοτεχνημένο ειδικά για το βιβλίο από τον γλύπτη και χαράκτη Αριστείδη Πατσόγλου). Μισό πρόσωπο γυναίκας με έντονο κόκκινο στα χείλη, το μόνο έντονο χρώμα, σε μια εικόνα που, έχοντας ως φόντο τη γήινη ώχρα, βάφει το τοπίο με μαύρο και «σκοτωμένο» κόκκινο. Ένα απόλυτο δέσιμο με τους δύο κόσμους της Στράνη. Από τη μια η πραγματικότητα όπως είναι, πιο σκοτεινή, γήινη. Από τη άλλη, ένα μικρό άνοιγμα –αρκεί να το δεις– στο κόκκινο του έρωτα, του πάθους.
Απόσπασμα
[…] Σύσσωμοι ξέσπασαν οι θεατές σε χειροκρότημα· καμιά ελπίδα δεν υπήρχε πλέον. Τα χέρια τους ακούγονταν συγχρονισμένα με στους πολύχρωμους καπνούς που διαχέονταν.
Έπαιξαν τα τρομπόνια με τα τύμπανα, μούγκριζαν αλυσοδεμένα τα θηρία και μια μαϊμού υποδυόταν στον καθρέφτη πώς μακιγιάρονται για τις εξόδους οι φιλοθεάμονες.
Έβγαλε απ’ το σακίδιο το μαγνητοφωνάκι της –ήταν το μόνο που της είχε απομείνει– να καταγράψει τον επίλογο, κάτι να σώσει, έστω και με πολλά παράσιτα: Είμαστε το μεγάλο τσίρκο, είμαστε το μεγάλο τσίρκο· φυλακισμένος στο κλουβί του ο παπαγάλος, ανήγγειλε το τέλος της παράστασης. («Το τσίρκο», σ. 79.)